Σελίδα 3 από 4 2. Ὁ 7ος ὅμως κανών τῆς Β᾿ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὁ 95ος τῆς ἕκτης δέν
ἐπέβαλαν σέ ὅλους τούς αἱρετικούς τό βάπτισμα σύμφωνα μέ τόν παραπάνω
Ἀποστολικό κανόνα καί τούς κανόνας τῶν λοιπῶν Πατέρων, πού ἀναφέρθηκαν, ἄν καί
ἡ ἴδια ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος στόν β΄ κανόνά της, τούς ἐδέχθη. ἄλλων
αἱρετικῶν ἐδέχθησαν τό βάπτισμα καί ἄλλων ὄχι. Γιά νά γεφυρώσει αὐτή τή διαφορά ὁ
ἅγιος καί νά λύση τήν ἀπορία, σέ ὅσους δέν μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν ὀρθόδοξα τήν
διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει τά ἑξῆς : Στήν Ἐκκλησία φυλάττωνται δύο εἴδη
κυβερνήσεως καί διορθώσεως τῶν σφαλμάτων. Τό ἕνα ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τό δέ
ἄλλο ὀνομάζεται Οἰκονομία καί Συγκατάβαση. Μέ αὐτά τά δύο οἱ τοῦ Πνεύματος
οἰκονόμοι κυβερνοῦν τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν, πότε μέ τό ἕνα πότε μέ τό ἄλλο. Οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ προμημονευθέντες ἅγιοι, ἐφήρμοσαν τήν Ἀκρίβεια καί
ἀπέβαλαν τελείως τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Οἱ δύο δέ Σύνοδοι μετεχερειρίσθησαν
τήν οἰκονομία. Καί ἄλλων ἐδέχθησαν τό βάπτισμα (Ἀρειανῶν καί Μακεδονιανῶν)
ἄλλων δέ ὄχι (Εὐνομιανῶν κ.λ.π.). Καί οἰκονόμησαν ἔτσι τά πράγματα πρῶτον
ἐπειδή κατά τήν ἐποχή τῆς Β᾿ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοί καί Μακεδονιανοί οἱ ὁποῖο ὄχι
μόνον ἦσαν κατά τό πλῆθος πολλοί, ἀλλά εἶχαν καί μεγάλες δυνάμεις, κοντά στούς
Βασιλεῖς καί ἄρχοντας καί τήν Σύγκλητον. Μέ αὐτόν τόν τρόπο πίστευαν ὅτι θά
τούς ἤλκυαν στήν ὀρθοδοξία καί θά τούς διώρθωναν εὐκολώτερα. Καί δεύτερον ἀντελήφθησαν οἱ Πατέρες ὅτι μέ
τήν οἰκονομία δέν θά τούς ἐρέθιζαν οὔτε θά τούς ἐξαγρίωναν ἐναντίον τῆς
Ἐκκλησίας, ὥστε νά γίνη μεγαλύτερο κακό, καί ὅπως λέγει χαρακτηριστικά,
«οἰκονομήσαντες τούς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει οἱ Θεῖοι Πατέρες, ἐσυγκατέβησαν νά
δεχθοῦν τό βάπτισμα αὐτῶν». Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συγκαταβάσεως ἡ ἕκτη
Οἰκουμενική Σύνοδος ἦλθε σέ ἀντίθεση καί μέ τόν ἑαυτό της καί μέ τήν Β᾿ Οἰκουμενική. Μέ τόν ἑαυτό της ἦλθε σέ
ἀντίθεση γιατί μέ τόν β΄ κανόνα της ἐδέχθη τούς Ἀποστολικούς κανόνες, τούς
κανόνες τῆς Καρχηδόνος καί τῶν ἄλλων Πατέρων, ἐνῶ μέ τόν 95ο δέν ἀπέβαλλε ὅλων
τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα. Μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική δέ διότι ἐδέχθη τήν ἀκρίβεια
τῶν Ἀποστολικῶν κανόνων καί τῶν λοιπῶν Πατέρων ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐδέχθησαν τό
βάπτισμα ὡρισμένων αἱρετικῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἄφησαν νά ἐννοήσουμε ὅτι στήν
Ἐκκλησία ἰσχύουν καί τά δύο καί ἡ Ἀκρίβεια καί κατά τάς περιστάσεις ἡ
Οἰκονομία. Δεύτερος λόγος πού ἐσυγκατέβησαν οἱ
Πατέρες τούς μέν Ἀρειανούς καί Μακεδονιανούς νά τούς δεχθοῦν χωρίς ἀναβαπτισμό, τούς δέ
Εὐνομιανούς καί Σαβελιανούς πού εἶναι ἰσοδύναμοι στίς αἱρετικές δοξασίες νά
τούς ἀναβαπτίσουν, εἶναι τό γεγονός ὅτι, οἱ πρῶτοι «ἐφύλαττον ἀπαράλακτον καί
τό εἶδος καί τήν ὕλην τοῦ βαπτίσματος τῶν Ὀρθοδόξων» καί ἐβαπτίζοντο κατά τόν
τῦπο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τοὐλάχιστον πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Β΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐνῶ οἱ δεύτεροι, τῶν ὁποίων τό βάπτισμα δέν ἐδέχθησαν,
ἐπαραχάραξαν τήν τελετή τοῦ βαπτίσματος καί διέφθειραν εἴτε τόν τρόπο τοῦ
εἴδους, δηαλδή τῶν ἐπικλήσεων, εἴτε τήν χρήση τῆς ὕλης, δηλαδή τῶν καταδύσεων
καί ἀναδύσεων, βαπτιζόμενοι μέ μία μόνο κατάδυση. Γεγονός εἶναι ὅτι ὁ δεύτερος
τοῦτος λόγος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας δέν εἶναι ἰσχυρός. Ἰσχυρότερος εἶναι ὁ πρῶτος λόγος πού
ἀναφέρθηκε. |