Σελίδα 3 από 6 Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον «τήν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό κυριακόν ὄψεται σῶμα». Ἔτσι, λέγει, «σημαίνεται» (δηλώνεται) ἡ Ἐκκλησία «ἐν τοῖς μυστηρίοις». Δέν ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Καβάσιλας τά ἑπτά Μυστήρια, ἀλλά τήν θεία Εὐχαριστία, ἔτσι ὅπως ὀνομάζεται στήν ἀρχαία λειτουργική γλῶσσα: «τά φρικτά καί ζωοποιά Μυστήρια». Δέν ὑπάρχει, ἀναφέρει, μεταξύ Εὐχαριστίας καί Ἐκκλησίας κάποια «ἀναλογία ὁμοιότητος», ἀλλά «πράγματος ταυτότης». Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς εὐχαριστία, δηλαδή ὡς ἡ δωρεά τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι γέννημα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε στοχεύει νά ἐγκαθιδρύσει τήν κατοικία της στόν κόσμο τοῦτο. Γεννιέται ἀπό τά ἔσχατα καί στοχεύει στά ἔσχατα. Παροικεῖ στόν κόσμο χωρίς νά κατοικεῖ. Μεταλαμπαδεύει τήν θεϊκή της δύναμη
στούς ἀνθρώπους
ἑλκύοντας αὐτούς στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἑρμηνεύοντας τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστία εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ˙ εἶναι ὁ μελλοντικός σκοπός τοῦ κάθε ὄντος γιά τήν ὁποία πλάστηκε ὅλος ὁ κόσμος. «Εἰκόνα ἐκάλεσεν», λέγει ὁ Ἀεροπαγίτης, «τῶν ἀληθῶν τά νῦν τελούμενα ἐν τῇ συνάξει». Βλέπει «τήν τῶν μελλόντων κατάστασιν ὡς τήν ἀλήθειαν», ἡ ὁποία εἰκονίζεται στήν Καινή Διαθήκη καί σκιαγραφεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ θ. Εὐχαριστία, σχολιάζει ὁ Ἅγιος, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀλήθειας τῶν μελλόντων. Εἰκόνα ζωντανή, πού ἐμφανίζει τήν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν ὁποία συμμετέχουμε ἅπαντες καί ἀναγόμεθα ἐκστατικά στά μέλλοντα καί ἀσάλευτα. Γι’ αὐτό ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, κυρίως τῶν Μονῶν μας, θέλει τους Ναούς και τους
λειτουργούς της, κατά την ὥρα τῆς τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁλόλαμπρους, μιά εἰκόνα τῆς θείας λαμπρότητος πού εἰκονίζει «τήν τῶν μελλόντων κατάστασιν». Ἐπίσης, ὅλες οἱ ὑπόλοιπες λατρευτικές πράξεις, πού ἐπιτελοῦνται στήν ὀρθόδοξη λατρευτική μας παράδοση,
γίνονται πρίν τήν τέλεση «τῶν φρικτῶν καί ζωοποιῶν Μυστηρίων», διότι ὁ στόχος ὅλων αὐτῶν εἶναι νά μετάσχουν καί νά καταπαύσουν στήν ὑπερουράνια αὐτή μυσταγωγία. Αὐτό ἐναργῶς προσπαθεῖ νά παρουσιάση ὁ Μοναχισμός στούς πιστούς.
Συνειδητοποιεῖ καί
ἀγκαλιάζει τήν πραγματικότητα αὐτή, προσφέροντας ὅλο τόν βίο του ὡς ἀρραβῶνα σέ τούτη τήν ζωή καί ἐλπίζοντας νά μετάσχη στούς θείους
γάμους στήν μέλλουσα. Ὁ
Μοναχισμός, ὅπως
καί ὅλα
τά ἄλλα
χαρίσματα, εἶναι
χάρισμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, οὕτε ἕνα κατόρθωμα ὡρισμένων ἀνθρώπων. Εἶναι ἕνα ἀπό τά ὑπέρτατα χαρίσματα πού χάρισε ὁ Θεός στόν κόσμο˙ ἰσοστάσιο τοῦ μαρτυρίου. Εἶναι τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως πού κράζει συνεχῶς ἐν τῇ καρδίᾳ «ἀββᾶ ὁ πατήρ». Δέν μπορεῖ νά γίνει ἀληθινός Μοναχός κάποιος, ἄν δέν κληθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἐάν δέν ζῆ ἐν Θεῷ. Οἱ προτεστάντες τό θεώρησαν «γέννημα ἱστορικῆς συγκυρίας». Αὐτό εἶναι ἀνιστόρητη καί ἄγευστη θείας ζωῆς ἀντίληψη. Ὁ Μοναχισμός εἶναι χάρισμα θεμελιωμένο ἐπάνω στήν ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἰσάξιο μέ τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ μοναδική πύλη γιά νά εἰσέλθη κανείς στήν σωτηριώδη βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μοναχισμός, μέ τήν ἄσκησή του, ὑπενθυμίζει στούς ἀνθρώπους ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τά πάθη του «δεῖται (ἔχει ἀνάγκη) σταυροῦ καί ταφῆς», ὡς μικρή συμβολή ἐκ μέρους του, ἀντάλαγμα εὐγνωμοσύνης στήν μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διά τῆς Εὐχαριστίας χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ἀναστάσιμη θεία ζωή. |