Προσφώνησις τοῦ Καθηγούμενου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχιμ. Μαξίμου στήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο κατά τήν ἐπίσκεψη του στήν Ἱερά Μονή τήν 29.5.1999. Παναγιώτατε καί θειότατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα ἡμῶν κ.κ. Βαρθολομαῖε Κατά
τήν εὔσημον ταύτην στιγμήν ἐκφράζομεν τήν
βαθυτάτην χαράν μας διά τήν ἐπίσκεψίν Σας εἰς τήν Παλαίφατον Σταυροπηγιακήν Μονήν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ. Ἡ ἐπίσκεψή Σας αὐτή ἀποτελεῖ δι᾿ ἡμᾶς τούς ταπεινούς μοναχούς μέγαν πλουτισμόν καί θείαν
παρηγορίαν εἰς τόν πολύπλευρον ἀγῶνα μας πρός ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς. Ἡ ἄφιξις Σας ἐδῶ, συνοδευομένου ὑπό τοῦ πεπνυμένου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἐλλάδος κ. Χριστοδούλου, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία
ἐνταῦθα πληροῖ ἐπίσης τήν καρδίαν μας
μεγίστης χαρᾶς, περιποιεῖ μεγίστην τιμήν εἰς τήν Μονήν μας, διότι διά δευτέραν φοράν μετά τήν ἐπίσκεψιν τοῦ ἀειμνήστου προκατόχου Σας κυροῦ Ἀθηναγόρου κατά τό 1963, ἀξιώνεται αὕτη νά ὑποδέχεται ὡς Μέγαν Ἐπισκέπτην της τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην. Ἡ κενωτική
κατάβασις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι ἁπλῶς ἐπίσκεψις ἑνός προσώπου ἔστω καί τοῦ πρώτου ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ἀλλά Ἐκείνου εἰς τό πρόσωπον τοῦ ὁποίου ἀντικρύζομεν τό ἱστορικόν βάρος τῆς ἀποστολῆς Του. Ἀντικρύζομεν τό Βυζάντιον μας, τό ἀποτελοῦν τόν διαπρύσιον ἔρωτά μας. Τήν ἔμψυχον εἰκόνα τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης. Τό ἰδεῶδες μας, πρός τό ὁποῖον τείνομεν ὡς λαός καί ὡς ἔθνος. Τόν ἀσφαλῆ κανόνα τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί τόν ἀκτινοβολοῦντα Φάρον μας, ἀπ᾿ ὅπου ὁ πολυπαθής Χριστοφόρος λαός μας, αἵρων προνομιακῶς, ἀπό συστάσεως του τόν βαρύν
μαρτυρικόν σταυρόν του, καθοδηγεῖται καί ὑψοῦται εἰς αἰθερίους καί ἀῢλους κόσμους. Οἱ χαλεποί
καιροί, οἱ ἀντίξοες περιστάσεις, οἱ «σύγχρονοι» πολιτισμοί, ἡ ὑποκριτική ἀγάπη τῶν ἀνωνύμων καί ἐπωνύμων δῆθεν ὁμοπίστων ἀδελφῶν μας παρουσιάζουν πάντοτε τό πού ἀνήκομεν. Τό φιλόθεον καί φιλάνθρωπον τοῦτο γένος δέν ἀνήκει πουθενά, οὔτε εἰς τήν Ἀνατολήν οὔτε εἰς τήν Δύσιν. Δέν ὑπάρχει προηγούμενον εἰς τήν ἱστορίαν, πού νά ἀμιλλᾶται μέ τάς παραδόξους συνθέσεις τοῦ Βυζαντίου, συνθέσεις τῆς εὐσεβείας καί τῆς πολιτικῆς, τῆς ἁγιότητος καί τῆς ἐγκοσμίου ἐξουσίας, τῶν θείων ἀναζητήσεων καί τῶν ὑλικῶν πραγματώσεων, τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Συγκλήτου. Ἀνήκομεν εἰς τόν Θεόν καί τήν θεόγραφον ἱστορίαν τοῦ γένους
μας. Γενάρχης δέ καί σύμβολον τῆς ἀναδέλφου αὐτῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος εἶσθε Σεῖς, Παναγιώτατε Δέσποτα. Διά τοῦτο καί πάντες ἀγαλλόμεθα « ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης» καί «ζήλῳ Θεοῦ» ἐπί τῇ ἐμφανίσει Ὑμῶν. Ἡ προσωπικότης
Ὑμῶν ἔχει παγκόσμιον ἀκτινοβολίαν διά τό
πολυτάλαντον αὐτῆς. Διά τοῦτο πιστεύομεν ὅτι ἐν ἐπιγνώσει φέρει ἐν ἑαυτῇ τό βάρος αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος. Ὁ ρόλος τόν ὁποῖον καλεῖται νά παίξη ἡ Μεγάλη
Σας μορφή εἰς τούς χαλεπούς συγχρόνους καιρούς διά τούς ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τούς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς διεσκορπισμένους, εἶναι καθοριστικός. Καλεῖσθε ὡς Πατήρ πνευματικός ὅλων μας, νά γίνετε ὁ κυματοθραύστης
τῶν αἱρετικῶν καί ποικιλοτρόπως ἐπιτιθεμένων κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας, καταγγέλων τήν ὑποκρισίαν καί κενότητα αὐτῶν, ὥστε νά διαφυλαχθῆ ἡ ὀρθόδοξος ἀλήθεια καθαρά καί νά ἀποτραποῦν τά πονηρά διαβούλια κατ᾿ αὐτῆς. Διά νά εἰσέρχωνται οἱ πιστοί μας εἰς τό μυστικόν ταμεῖον τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀπολαμβάνουν τήν
θεουργόν ἔνωσιν μετά τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού συντελεῖται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐντός Αὐτῆς. ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκην Πατερικοῦ στηριγμοῦ, διότι
ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζεται καί εἶναι Πατερική. Ἡ ἐποχή μας τείνει νά καταργήση
τούς θεσμούς καί ἐμπνέει τήν αὐτονόμησιν τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεόν. Τοῦτο δέ τό ἐπιτυγχάνει μέ τήν ψευδεπίγραφον ἀπομίμησιν τῆς αὐτοθεώσεως, οἵαν ὁ πονηρός
καί ἀρχέκακος ὄφις ὑπεσχέθη εἰς τούς πρωτοπλάστους καί ἐπέτυχε τήν «πρό Θεοῦ, δίχα
Θεοῦ καί οὐ κατά Θεόν» θέωσιν, δηλαδή τήν αὐτολατρείαν καί
σατανολατρείαν. Κατά τόν μέγαν
σύγχρονον Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας Γέροντα
Σωφρόνιον «Ζῶμεν εἰς ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν, ἕνεκα τῶν γεγονότων τοῦ αἰῶνος ἡμῶν, ἡ τραγωδία τῆς πτώσεως καθίσταται ὀφθαλμοφανής . . . τό κακόν ὀρθοῦται . . . διά συνεχῶς αὐξανομένης δυνάμεως. Τό τέλος τῆς ἐπιγείου ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος γίνεται «ἐπιστημονικῶς» καταληπτόν. Αὔριον ἴσως θά εἶναι καί τεχνολογικῶς πλέον ἐφικτόν. Ὁ κατά οἰκτρόν τρόπον παράλογος
χαρακτήρ τῶν συγχρόνων γεγονότων ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς βαθεῖαν ἀπορίαν. . . Τί λοιπόν νά πράξωμεν, ἐάν οὕτως ἔχουν τά πράγματα ; Νά ἀπελπισθῶμεν καί νά ἐκπέσωμεν τοῦ «αἰωνίου Εὐαγγελίου» ; . . . Καί ἐάν ἐκπέσωμεν, τότε τί ἄλλο θά ἱκανοποιήση ἡμᾶς ἐν ὅλῃ τῇ κτίσει; Ἀληθῶς, οὐδέν ὄντως ὑπάρχει, ὅπερ θά ἠδύνατο νά χωρίσῃ ἡμᾶς ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ, ὅσον βαρύς καί ἐάν εἶναι ὁ ἀγών ἡμῶν . . . Διήνοιξε τούς ὀφθαλμούς ἡμῶν πρός τό ἄπειρον καί εἶναι ἀδύνατον πλέον νά κλείσωμεν αὐτούς ἐκ νέου καί νά προτιμήσωμεν τήν τυφλότητα
τῶν ἀρτιγεννήτων : «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» εἶπεν ὁ Κύριος. Ἰδού, ἱστάμεθα πρό τοῦ Ζῶντος Ἀπολύτου. Ἀκριβῶς αὐτό καί μόνον αὐτό ἀναζητοῦμεν. . . ». Αὐτά λέγει ὁ μέγας Πατήρ. Ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἐδιδάχθημεν νά ἀναφερώμεθα εἰς τούς Πατέρας ἡμῶν οἱ ὁποῖοι ἀπλανῶς ὀρθοτομοῦν τόν Λόγον τῆς Ἀληθείας καί αὕτη ἡ ἀναφορά μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς τῆς ἐμπειρίας αὐτῶν καί μᾶς διασφαλίζει τήν εἰρήνην τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν καί τήν ἑνότητα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ τούς θεσμούς καί τά
χαρίσματα. Τά πρόσωπα εἶναι οἱ φορεῖς τῶν θεσμῶν καί τῶν χαρισμάτων. Εἶναι ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀξιοποιοῦν ἤ καί
καταργοῦν τούς θεσμούς καί τά χαρίσματα. Εἶναι ἐκεῖνα πού Θεοποιοῦν ἤ κοσμικοποιοῦν τήν Ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν. Ἡμεῖς οἱ μοναχοί πιστεύομεν εἰς τούς θεσμούς καί τά
χαρίσματα τῆς Ἐκκλησίας. Θεωροῦμεν ὅτι οἱ ἐπίσκοποι μας ὡς Θεσμός καί Χάρισμα εἶναι ἡ καρδιά
τῆς Ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας. Εἶναι τό σημεῖον ἀναφορᾶς ὅλων μας καί οἱ φορεῖς μέσῳ τῶν ὁποίων διανέμονται εἰς τήν Ἐκκλησίαν τά χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διά τοῦτο ἡ καθημερινή
μας εἰς τόν Θεόν προσευχή αὐτήν τήν διακονίαν ἐπιτελεῖ. Νά ἀναδεικνύη ὁ Θεός
Πατέρας καί Διδασκάλους ἁγίους, ἀξίους οἰακοστρόφους τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σκάφους,
πεπληρωμένους ὑπερφυσικῶν ἀποκαλύψεων «ὑψουμένους καί συναπτομένους τῇ Θεαρχικῇ Τριαδικῇ Μονάδι,
ὑπεράνω καθεστώτων σαρκός, κόσμου καί κοσμοκράτορος, ὥστε ἀνιδιοτελῶς καί χωρίς σκοπιμότητας αἵροντες καθ᾿ ἡμέραν τόν μαρτυρικόν
Σταυρόν τοῦ Κυρίου, νά φράζουν πᾶσαν εἴσοδον πλάνης εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν Μάνδραν
τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ἡμεῖς ὡς Μοναχοί πολύ περισσότερον ἔχομεν ἀνάγκην τῶν ἰδικῶν Σας προσευχῶν. Εὐχηθεῖτε νά ἐπιτελῶμεν τό «ἐπάγγελμα» ἡμῶν ὑπό τήν ἀγάπην καί τάς εὐχάς τοῦ οἰκείου καί ἀξίου ποιμενάρχου ἡμῶν κ.κ. Ἀγαθονίκου, ἀδιαφθόρως. Νά γίνη ὁ νοῦς καί ἡ καρδία μας δοχεῖον καθαρόν καί
δεκτικόν τῆς μυστικῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά ἴδωμεν τό «αὐτομάτως ἑπόμενον τῇ προσευχῇ τοῦ νοῦ» ἤρεμον Πνεῦμα πάσης ἐναγωνίου σκέψεως ἀπηλαγμένον. Παναγιώτατε, Τό
γνώριμον διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Σταυροπηγιακόν
τοῦτο Μοναστῆρι, ἀλλά καί σύμπας ὁ λαός
τῆς Πιερίας καί πέραν αὐτῆς, πού τό περιβάλλουν μέ πολλήν ἀγάπην, Σᾶς ὑποδέχονται σήμερον ὡς ἡ οἰκογένεια τόν πατέρα της κροτοῦντες τάς χεῖρας καί ψάλλοντες τόν ὕμνον «Τόν Δεσπότην καί Ἀρχιερέα ἡμῶν Κύριε φύλαττε εἰς πολλά ἔτη». |