Σελίδα 3 από 9 Ἀπό τά παραπάνω γίνεται φανερό
ὅτι ἡ ὑπακοή διαφέρει ἀπό τήν πειθαρχία, καί ὑπερέχει ἀπό αὐτήν,
ὅσο ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ. Ἡ πειθαρχία προβάλλει τό "γενικό"
ἀντί τοῦ "μερικοῦ", ἤ τήν πλειονότητα ἀντί τοῦ ἀτόμου. Ἀντίθετα
ἡ ὑπακοή ἐξαίρει τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἐλεύθερη
πράξη πίστεως στόν Θεό καί πραγματοποιεῖται πάντοτε στό ὄνομά Του,
ἑπομένως δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιβληθεῖ διά τῆς βίας γιά νά ἐπιτευχθεῖ
μιά ἐξωτερική εὐταξία, ἔστω καί ἐκκλησιαστική εὐταξία. Ἄν διαταρραχθῆ
ἡ ἐκκλησιαστική εὐταξία μπορεῖ νά ἀπαιτηθῆ ἡ πειθαρχία σέ κάποιον
"θεσμό", "τυπικό", "κανόνα" κ.λ.π. ἀλλά θά
πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι αὐτή ἡ ἀπαίτηση γιά πειθαρχία πόρρω ἀπέχει
ἀπό τήν πραγματική ὑπακοή ἀφοῦ ἄλλο εἶναι ἡ ὑπακοή καί ἄλλο ἡ πειθαρχία,
ἄλλο ἡ ἐκκλησιαστική εὐταξία καί ἄλλο ἡ πνευματική τελειότητα
ἐνῶ συγχρόνως μέ τόν τρόπο αὐτό ὑποβιβάζεται ἡ πνευματική ζωή σέ
ἕνα ἐξωτερικό "ἠθικό" ἐπίπεδο εὑρισκόμενο πολύ χαμηλώτερα
ἀπό τήν δοθεῖσα σέ ἐμᾶς Ἀποκάλυψη[4]. Ἄλλωστε καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας
ἀποτελοῦν τά διορθωτικά ἐκεῖνα μέτρα μέ τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία, ἐκφραζομένη
διά τῶν Συνόδων, προσπαθεῖ νά θεραπεύσει τίς παρεκτροπές πού σημειώνονται
στό σῶμα της. Ὅπως δηλαδή ὁ ἰατρός δέν ἔγινε γιά νά ἱατρεύσει τόν ὑγιῆ,
ἀλλά γιά νά ἱατρεύσει τόν ἀσθενῆ καί πληγωμένο, οὔτε τό χαλινάρι
ἔγινε γιά τό ἥμερο καί τακτικό καί ὑποτασσόμενο ἄλογο, γιατί ἐκεῖνο
καί χωρίς χαλινάρι ὀρθοποδεῖ, ἀλλά ἔγινε γιά τό ἄγριο καί ἄτακτο
καί ἀνυπότακτο ἄλογο, ἔτσι καί οἱ κανόνες καί ὁ νόμος δέν ἐδόθησαν
γιά τούς ὑγιεῖς καί εὐτάκτους δικαίους, ἀλλά γιά τούς ἀσθενεῖς καί ἀτάκτους
ἁμαρτωλούς[5], διότι καί κατά τόν
Ἀπόστολο "δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται"[6]. Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας
"ἡ Ἱερά Παράδοσις ὡς ἡ αἰωνία καί ἀμετάβλητος παραμονή τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι τό πλεόν βαθύ θεμέλιον τῆς ὑπάρξεως
Αὐτῆς. Διά τοῦτο ἡ Παράδοσις περιλαμβάνει ἐν ἐαυτῇ ἅπασαν τήν ζωήν
τῆς Ἐκκλησίας,τοσοῦτον ὥστε καί αὐτή ἡ Ἁγία Γραφή νά ἐμφανίζηται
μόνον ὡς μία τῶν μορφῶν αὐτῆς . . . Ἀπομεμονωμένη ἐκ τοῦ ρεύματος
τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἡ Γραφή δέν δύναται νά κατανοηθῆ δεόντως δι'
οὐδεμιᾶς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης"[7].
Τό ἴδιο πολλῶ μᾶλλον ἰσχύει καί γιά τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ
ὁποῖοι μποροῦν νά κατανοηθοῦν καί νά ἑρμηνευθοῦν δεόντως μόνο ἀπό
ἀνθρώπους πού βιώνουν τήν ὀρθόδοξο παράδοση. Δέν θά πρέπει δηλαδή
νά ξεχνοῦμε ὅτι "πᾶσαι αἱ . . .προσπάθειαι ἡμῶν οὐδόλως ἐπαρκοῦν
πρός σωτηρίαν"[8]
καί νά συνειδητοποιήσουμε αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ὅτι "τοῦ Θεοῦ δέ μή ἐνεργοῦντος
ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ' ἡμῶν γινόμενον"[9].
Μέσα στό ἀνωτέρω πλαίσιο πρέπει νά τοποθετηθοῦν καί οἱ γενικώτερες
σχέσεις μεταξύ μοναχῶν καί ἐπισκόπων. |