Σελίδα 4 από 9 3. Ἁρμοδιότητες ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου. Οἱ
ἐπίσκοποι καί οἱ μοναχοί στίς μεταξύ τους σχέσεις θά πρέπει νά ἔχουν
σάν πρώτυπο τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ Ὁποῖος δέν ἔσωσε τόν κόσμο μέ τήν
παντοδυναμία Του, πού εἶχε τήν δυνατότητα νά τό κάνει, ἀλλά μέ τήν
θυσιαστική ἀγάπη πού τόν ἀνέβασε στό Σταυρό καί τέτοιον τύπο καί ὑπογραμμό
ἄφησε στούς ἀνθρώπους, τούς ὑποτακτικούς του θά λέγαμε, καί ἔτσι
τούς ἥλκυσε πρός τόν ἑαυτό του καί ἐδημιούργησε τήν Ἐκκλησία Του
καί ἀποτελεῖ ἡ συμπεριφορά του αὐτή τήν βασική δύναμη συνοχῆς τοῦ
Σώματός του. Πρέπει νά καταλάβουμε ὅλοι, ὅτι ἡ σημερινή ἐκκλησιαστική
μας ζωή περιστρέφεται πάνω στό ἐπίπεδο τῶν ἠθικῶν ἐννοιῶν καί ἀξιῶν
"κειμένων", κατά τόν π. Σωφρόνιο, "κατωτέρω τῶν διαστάσεων
τῆς δοθείσης εἰς ἡμᾶς ἀποκαλύψεως"[10]. Τό "Ἐγώ εἰμί ὁ ποιμήν ὁ καλός
. . . καί τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων»[11]
ἀναφέρεται στόν τρόπο πού μᾶς ἀντιμετωπίζει ὁ Χριστός ὡς Θεός, ὄχι
ἐξουσιαστικά ἀλλά ἀγαπητικά, θυσιαστικά. Καί τό «Διά τοῦτο ὁ Πατήρ
μέ ἀγαπᾶ, ὅτι ἐγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν[12]»
ἀναφέρεται στόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζει ὁ Χριστός τόν Πατέρα Του
ὡς ἄνθρωπος, πάλι δηλαδή θυσιαστικά. Δέν θά λάβη κανείς τήν ἐν Χριστῷ
κυριαρχία, ὅποια ἀξιώματα καί ἄν κατέχη, ἄν δέν ἀκολουθήση ὅλη
τήν διαδρομή πού ἀκολούθησε ὁ Χριστός, κυρίως τήν κατάβασή Του ἕως
τόν Ἅδη. Ἡ ἰδανική αὐτή
σχέση ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ πολλές στήν πράξη καί λόγω
ἀδυναμιῶν καί τῶν δύο πλευρῶν ἀλλά καί λόγω ἐξωτερικῶν καταστάσεων,
παρεμβάσεων καί ἐπιδράσεων. Εἰδικώτερα ἡ καθαρότητα τοῦ βίου πού
ἐπετύγχαναν οἱ Μοναχοί μέ τήν ἀδιάλειπτη κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀποτελοῦσε
τήν πηγή πνευματικῆς ἀκτινοβολίας ὄχι μόνον στίς τοπικές, ἀλλά
καί στήν οἰκουμενική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γίνονται ἀφορμή
τῶν ἐγκωμίων τῶν ἀνθρώπων καί μιμήσεως τοῦ βίου τους. Ἡ ἐντυπωσιακή
αὐτή ἀπήχηση στό πλήρωμα τῆς Ἑκκλησίας "κατέστησε ἀναγκαία
καί τήν ἐπίσημη ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά τήν
ὀργανική ἔνταξη τῶν ποικίλων ἀγωνισμάτων τοῦ Μοναχισμοῦ στήν πνευματική
ζωή τῆς τοπικῆς Ἑκκλησίας"[13].
Ἡ διαδικασία αὐτῆς τῆς ἐντάξεως προκάλεσε πολλές φορές, ἀνάμεσα
στούς μοναχούς καί τόν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας,
τριβές, κυρίως δέ γιατί ἡ ἀκτινοβολία τους στούς πιστούς ἦλθε σέ ἀντιπαράθεση
μέ τήν ποιμαντική δράση τοῦ ἐπιχωρίου Ἑπισκόπου καί τοῦ ἱερατείου
του. "Οἱ κανόνες τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου (μέσα Δ' αἰ.) περιγράφουν
μερικές ἀκραῖες μορφές τῶν προστριβῶν αὐτῶν οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἄγνωστες
καί στήν ἐποχή μας"[14]. Κατά τόν καθηγητή κ.
Φειδᾶ, ἡ διαφορά κυρίως τῶν δύο αὐτῶν
θεσμῶν ἐπικεντρώνετο στήν ἐπιθυμία τῶν Μοναχῶν ἀφ' ἑνός νά ἐξασφαλίσουν
τήν ἐσωτερική τους ἀνεξαρτησία καί ἀφ' ἑτέρου στήν εὔλογη ἐπιθυμία
τοῦ Ἐπισκόπου νά ἐντάξη στήν ἐπισκοπική του δικαιοδοσία τά Μοναστήρια. Γιά τήν γεφύρωση αὐτῶν τῶν ἑτεροκλήτων
ἐπιθυμιῶν ἡ Ἐκκλησία μέ εἰδικούς κανόνες της καθώρισε τά πλαίσια
μέσα στά ὁποῖα ὁ κάθε θεσμός θά διατηρῆ καί τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις
πραγματώσεως τοῦ σκοποῦ του καί τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἑκκλησίας.
"Ἡ Δ' Οἰκουμενική Σύνοδος (451) καθώρισε στόν δ' κανόνα της τά
κανονικά ὅρια διακρίσεως τῶν ἑτεροκέντρων ἐπιθυμιῶν[15]".
Ἔτσι οἱ μέν μοναχοί ἀπολαμβάνουν τήν πλήρη ἀνεξαρτησία τους ἐντός
τῶν ὁρίων πού δροῦν πνευματικά, δηλαδή τῶν Μοναστηρίων τους, ἀποφεύγοντας
νά δημιουργοῦν προσκόμματα μέ τήν δράση τους στήν τοπική Ἐκκλησία,
ὁ δέ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά ἐγκρίνη τήν ἵδρυση
τῶν Μοναστηρίων, ἄνευ τῆς ὁποίας ἀπαγορεύεται ἡ πῆξις μοναστικῶν
ἀδελφοτήτων καί νά ἐλέγχη τήν δραστηριότητα τῶν μοναχῶν ἐκτός τῶν
Μοναστηρίων τους. Αὐτή ἡ κανονική
ρύθμιση τοῦ κανόνος πού ἀφορᾶ τήν σχέση τοῦ Ἐπισκόπου μέ τά Μοναστήρια
τῆς περιφέρειάς του, ἀπετέλεσε "τήν καταστατική βάση τῆς μεταγενέστερης
κανονικῆς παραδόσεως (κανόνες μ'-μθ' τῆς πενθέκτης, ιζ' καί κ' τῆς Ζ' Οἰκ. Συνόδου, α'-ζ' τῆς
ἐν Κων/λει πρωτοδευτέρας Συνόδου κ.λπ.)"[16].
Στήν πράξη παρατηρήθησαν καί ἄλλες μορφές Μονῶν, ὅπως οἱ Βασιλικές
- Αὐτοκρατορικές Μονές, οἱ Αὐτοδέσποτες Μονές, οἱ Σταυροπηγιακές
Μονές κ.λ.π.. Τήν ἵδρυση καί τήν κανονική ὑπόσταση τῶν Σταυροπηγιακῶν
Μονῶν,παρά τόν γενόμενο γογγυσμό τῶν ἐπιχωρίων ἐπισκόπων, ἡ Μεγάλη
Ἐκκλησία ἐνομιμοποίησε "δια τῆς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἀγράφου
συνηθείας, τῆς ἀντί κανόνων κρατησάσης ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων καί
μέχρι τοῦ νῦν"ὅπως ἑρμηνεύσει ὁ Βαλσαμών.[17]
|