Σελίδα 5 από 9 Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό τά Μοναστήρια ἀπολαμβάνουν
πάντα τήν ἀνεξαρτησία τοῦ μοναστικοῦ τους βίου, ὁ ὁποῖος καθορίζεται
μέσα στά πλαίσια αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἀπό ἰδιαίτερο μοναστηριακό
τυπικό. Τό τυπικό ἐπί παραδείγματι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Στουδίου ἀπετέλεσε
ἀδιαμφισβήτητο πρότυπο τῆς κανονικῆς μοναχικῆς παραδόσεως ἐφαρμοζόμενο
στήν πράξη, μέ τό νά διακρίνη ἀφ' ἑνός τήν ἐσωτερική αὐτοτέλεια
τοῦ Μοναχισμοῦ καί ἀφ' ἑτέρου τήν κανονική "πρόνοια" τοῦ Ἐπισκόπου.
Τά κύρια στοιχεῖα
τῆς ποιμαντικῆς πρόνοιας τοῦ Ἐπισκόπου, πού εἶναι καί τά οὐσιαστικά
ἐκκλησιαστικά λειτουργήματα, ὅσον ἀφορᾶ τίς Ἱερές Μονές, εἶναι:
α) ἡ παρακολούθηση στό νά μένουν οἱ μοναχοί στά πλαίσια τῆς ὀρθοδόξου
παραδόσεως, β) νά τηροῦν τίς κανονικές καί λειτουργικές πράξεις, γ)
νά σέβωνται τίς καθιερωμένες ἀρχές τῆς μοναχικῆς παραδόσεως καί
ἐπίσης ε) νά ἐλέγχωνται στίς ἐκκλησιαστικές ἤ ἄλλες δραστηριότητες
ἐκτός τοῦ Μοναστηρίου. Ὑπό τό πνεῦμα τῶν ἀνωτέρω
κανόνων καί ἐκκλησιαστικῶν πράξεων διαμορφώθηκε καί τό περιεχόμενο
τοῦ ἄρθρου 39 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (νόμος
590/1977 περί τῶν Ἱερῶν Μονῶν), τό ὁποῖο ἀναφέρει τά κανονικά κριτήρια
γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς αὐτοτέλειας τῶν Μοναστηρίων,
ἡ ὁποία εἶχε καταλυθεῖ ἀπό παλαιότερες αὐθαίρετες καί ἀντιπαραδοσιακές
ἐπεμβάσεις πολλῶν Ἐπισκόπων. Θά ἀναφέρουμε στό σημεῖο
αὐτό τήν διάλυση ὑπέρ τῶν τετρακοσίων Μονῶν κατά τά ἔτη 1833 καί
1834 ὑπό τήν ἀνοχή καί συμφωνία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε
τό ἀπό 19 Αὐγούστου 1833 ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πρός τήν τότε Κυβέρνηση
μέ τό ὁποῖο ἐπρότεινε γιά τά ἀνδρικά μοναστήρια τά ἑξῆς : α) Ὅλα
τά ἔρημα μοναστήρια, ὅσα δηλαδή δέν εἶχαν κανένα μοναχό (καί τέτοια
ἦσαν 110 ἤ 116) νά ὑπαχθοῦν "ὑπό τήν ἄμεσον κυριαρχίαν τῆς Κυβερνήσεως
τῆς Α.Μ. καί περί αὐτῶν αὕτη (νά) δύναται νά διατάξῃ ὅ,τι κρίνει συμφερώτερον"[18],
β) ἄλλα 19 μοναστήρια, πού εἶχαν μοναχούς, νά ὑπαχθοῦν καί αὐτά
"εἰς τήν κυριαρχίαν τῆς Κυβερνήσεως τῆς Α.Μ. λαμβανόντων τῶν ἐν
αὐτοῖς μοναζόντων τ' ἀναγκαῖα ἀπό τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου"[19]
καί γ) τά ὑπόλοιπα 226 μοναστήρια νά πληρώνουν φόρο. Μέ πολλή θλίψη
ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων παρατηρεῖ πώς, ἐνῶ ἡ Σύνοδος
τίς προτάσεις της αὐτές τίς ἔκανε "σκεπτομένη κατά βάθος",
ἐν τούτοις "κατά βαθεῖαν σκέψιν παρέβη θείους κανόνας καί καθυπέταξεν
ὑπό τήν ἄμεσον Κυριαρχίαν τῆς Κυβερνήσεως τά Θεῷ εἰσάπαξ ἀφιερωθέντα
μοναστήρια, τά τε μοναχῶν ἔρημα καί τά ἔχοντα μοναχούς"[20].
Ἐνῶ τό 1834 ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπρότεινε μεταξύ τῶν ἄλλων γιά τά γυναικεῖα
Μοναστήρια τά ἑξῆς α) Νά καταργηθοῦν ὅλα τά γυναικεῖα Μοναστήρια,
ἐκτός τριῶν, β) νά παραχωρηθοῦν στό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο ὅλα τά
κτήματα τῶν Μονῶν, γ) νά ἐπιστρέψουν στά σπίτια τους ὅλες οἱ κάτω τῶν
40 ἐτῶν μοναχές, ἐνῶ οἱ ἄνω τῶν 40 ἐτῶν νά συγκεντρωθοῦν στά 3 διατηρούμενα
μοναστήρια. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωσις τῆς μοναχῆς Ἰαήλ
ἀπό τήν Κορινθία, ἡ ὁποία, ὁ ὁποῖος ἐξιστορεῖ ὁ Κων/νος Οἰκονόμου
ἐμφανίσθηκε στόν ἐπίσκοπό της καί "ἔκλαιε ζητοῦσα παραμυθίαν
καί θρηνοῦσα τήν συμφοράν· ἐπειδή δέ θυμωθείς ὁ Ἀρχιερεύς εἶπε πρός
αὐτήν : "ὕπαγε ὑπάνδρευσαι· τοῦτο συγχωρεῖται καί εἰς μοναχάς
καί εἰς μοναχούς" φρίξασα ἡ παρθένος· "Σέ τοίνυν (εἶπεν) Ἀρχιερεῦ
τοῦ Θεοῦ, ἐκλέγομαι νυμφίον ὅσιον καί καλόν" καί προτείνει προσελθοῦσα
τήν δεξιάν. Αἰσχυνθείς δ' ὁ γέρων ἱεράρχης ἰδνώθη, καί συγκαλυψάμενος
ἔκλαιε πικρῶς· ἡ δ' ὤχετο φεύγουσα καί θεοκλυτοῦσα"[21] |