Σελίδα 7 από 9 Εὐτυχῶς δέν μπόρεσε
νά ἐπικρατήση αὐτό τό ἀντιπαραδοσιακό σύστημα Μοναχισμοῦ, οὔτε
ἡ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γιατί μέ μεταγενέστερες συνοδικές
πράξεις ἀναθεωρήθηκαν μέ διάφορους κανονισμούς καί ἀποφάσεις,
πού ὑπονοοῦσαν ἕνα ὀρθόδοξο Μοναχισμό, χωρίς στήν πράξη ἀκόμη νά
διαφαίνονται οἱ δημιουργίες παραδοσιακῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων.
Τόν ρόλο τοῦτο τόν ἔπαιξαν βέβαια οἱ διάφορες ὀργανώσεις μέ ἀνάλογο
ὀργανωτικό καί "πνευματικό" περιεχόμενο καί οἱ ὁποῖες ἔπαιξαν
καταλυτικό ρόλο γιά τήν ὑποβάθμιση τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ὅπως εἴπαμε ὁ Καταστατικός
Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπανέφερε τήν ἀρχαία παράδοση
καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ἰσοβιότητα τοῦ Ἡγουμένου καί ἡ θεσμική ἀνεξαρτησία
τῆς ἐσωτερικῆς ὀργανώσεως, διοικήσεως καί λειτουργίας τῶν Μοναστηρίων
(ἄρθρο 39, παρ. 5) μέ τήν κατάργηση τῆς προηγουμένης πράξεως τοῦ διορισμοῦ
τοῦ Ἡγουμένου καί τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου ἀπό τόν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο, καί μέ τήν ἐκλογή του ἀπό τούς ἐγκαταβιοῦντες στήν Ἱερά Μονή Μοναχούς.
Χωρίς αἱρετό καί ἰσόβιο Ἡγούμενο, δηλαδή μέ διοριζόμενο ἀπό
τόν Ἐπίσκοπο, θά ἦταν ἀδύνατη ἡ ὁμαλή ἐσωτερική λειτουργία καί
αὐτοτέλεια τῶν Μονῶν. Ἔτσι ἀφήνεται, μέ τίς διάφορες διατυπωμένες
σχετικές διατάξεις ἡ Μονή, νά λειτουργῆ "ὡς θρησκευτικόν καθίδρυμα
διά τήν ἄσκησιν τῶν ἐν αὐτῇ ἐγκαταβιούντων ἀνδρῶν ἤ γυναικῶν συμφώνως
πρός τάς μοναχικάς ἐπαγγελίας καί τούς περί μοναχικού βίου ἱερούς
κανόνας καί παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (παρ. 1). Τά τῆς ὀργανώσεως
τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τά τῆς διοικήσεως τῆς Μονῆς, καθορίζονται ὑπό
τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, συμφώνως πρός τούς Ἱερούς κανόνας, τάς μοναχικάς
παραδόσεις καί τούς νόμους τοῦ κράτους, δι' ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ...
(παρ. 4). Ὁ Μητροπολίτης ἀσκεῖ ἐπί τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτοῦ
τήν κατά τούς ἱερούς κανόνας πνευματικήν ἐποπτείαν... (παρ. 6)"[22]. Γιά νά μήν εἰσάγονται σκόπιμες ἤ μή παρερμηνεῖες
καί ἀπό τίς δύο πλευρές, κατά τόν καθηγητή κ. Βλ.ασιο Φειδᾶ, κατέστη ἀναγκαία
ἡ ἐξαντλητική περιγραφή στό ἄρθρο 39 παρ. 6, τοῦ περιεχομένου τοῦ
συγκεκριμένου ὅρου, ὁ ὁποῖος καλύπτει μόνο τά ρητῶς ἀναγραφόμενα
κανονικά δικαιώματα τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου, "ἤτοι α) τήν
κανονικήν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις,
β) τήν χειροθεσίαν τοῦ Ἡγουμένου, γ) τήν ἔγκρισιν τῆς κουρᾶς τῶν Μοναχῶν,
δ) τήν ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων, ε) τήν μέριμναν διά
τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνας λειτουργίαν τῆς Μονῆς καί στ) τόν ἔλεγχον
τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως αὐτῆς[23]".
Ἑπομένως, ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ ὅρος "πνευματική ἐποπτεία"
περιορίζει τήν εὐχέρεια νά παρεμβαίνει ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος
στήν ἐσωτερική λειτουργία τῆς Μονῆς, στίς ἑξῆς δύο μόνον περιπτώσεις:
α) στήν περίπτωση ἐπιβεβαιωμένων ἀντικανονικῶν πράξεων τῶν Μοναχῶν
καί β) στήν περίπτωση παρεκκλίσεων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν νομιμότητα
τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς. Ὡστόσο
καί αὐτές δέν μποροῦν νά αἰτιολογηθοῦν ἄν δέν συνεπάγονται παραπομπή
τῶν ὑπευθύνων Μοναχῶν στά ἁρμόδια ὄργανα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης.
Θεωρεῖται δέ καταχρηστική ἡ τάση ὁρισμένων Μητροπολιτῶν νά παρερμηνεύουν
τόν ὅρο "πνευματική ἐποπτεία" καί νά τόν ἀντικαθιστοῦν μέ
τόν ὅρο "ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία", ἡ ὁποία φυσικῶς
ἀσκεῖται στίς ἐνορίες. Εἶναι καταχρηστική, ἐπειδή παραθεωρεῖται
ἡ κανονική παράδοση σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν κανονική αὐτοτέλεια τοῦ μοναχικοῦ
βίου. Σύμφωνα μέ τήν κανονική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου "πνευματική ἐποπτεία"
τά Μοναστήρια δέν ἐντάσσονται στά ἐκκλησιολογικά πλαίσια σχέσεων
Ἐπισκόπου καί τοπικῆς Ἐκκλησίας, μέ τόν τρόπο πού ἐντάσσονται οἱ ἐνορίες,
ὅπως προβάλλονται αὐτές στήν πατερική παράδοση[24].
|