Σελίδα 3 από 5 Ἡ σύγχρονη ὅμως
πραγματικότητα δέν σέβεται τό παρελθόν. Θέλει συνεχῶς
νά βρίσκεται σέ «ἐξέλιξη». Μέ τήν φιλαυτία τους οἱ
πάντες θέλουν νά παρουσιάσουν τό ὑποκειμενικά ὡραῖο.
Δέν χρησιμοποιοῦν τό παρελθόν μιᾶς τεράστιας
παραδόσεως. Γιατί αὐτή ἡ παράδοση συκοφαντήθηκε ὡς βάρβαρη καί στή θέση
της μπῆκε αὐτή πού φαντάζη καί ἐντυπωσιάζη.
Παρουσιάζεται ἕνας τεχνολογικά πελώριος ἄνθρωπος πού συνθλίβη
τόν φυσικό ἄνθρωπο. Καί γιά νά χωρέση αὐτός στή γῆ
χαλάει καί τό φυσικό περιβάλλον πού δόθηκε γιά νά ζήση ὁ
φυσικός ἄνθρωπος. Τά ὄμορφα χωριά μικραίνουν
καί ἐξαφανίζονται. Οἱ πόλεις μεγαλώνουν καί
γίνονται παράδοξες. Αὐτό πού ὀνομάζουμε
ἐμεῖς οἱ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς
ἐκκλησιαστική ἐσχατολογία, δηλαδή
διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου πῶς σταδιακά νά
καλλιεργεῖται καί νά μεταμορφώνεται «ἀπό δόξης εἰς
δόξαν» καί νά φθάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον», πῶς νά χρησιμοποιεῖ
μέ μέτρο τά ἀγαθά τῆς γῆς
καί νά μετατρέψη αὐτόν τόν κόσμο σέ θεῖο παράδεισο πού πρῶτος
θά χαίρεται ὅσο ζῆ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή ἡ ἐμπειρία πού ἔφτιαχνε ὅμορφα
κτίρια, ὅμορφους Ναούς, ὄμορφους οἰκισμούς,
ἀντανάκλαση τοῦ θείου παραδείσου, ἐγκαταλείφθηκε
καί στή θέση της ἦλθε τό κοσμοείδωλο τῆς ὑλιστικῆς
ἐσχατολογίας τοῦ σύγχρονου ὑλιστικοῦ
Δυτικοῦ κόσμου. Μέ βάση τήν ἀπόκτηση
χρημάτων καί κτημάτων καί ὑλιστικῶν
ἀπολαύσεων, μετατίθεται τό ἐνδιαφέρον τῶν
ἀνθρώπων καί ἡ σταθερότητα καί ἡ
τάξη μετατρέπεται σέ μιά ξέφρενη παραγωγή προϊόντων πού στόχο ἔχουν
φαινομενικά μέν τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου
οὐσιαστικά δέ τήν ἐξόντωσή του. Ἡ Ἐκκλησία
ὑπενθυμίζουσα τήν ἀληθινή ἀποστολή
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καταγγέλει τήν προδοσία αὐτή καί ἐμμένει
νά διατηρῆ στά ἔργα καί στά λόγια της
ζωντανό καί ἐνεργητικό τό κριτήριο ἐκεῖνο
μέ τό ὀποῖο προβάλλεται τό ἀληθινά ὡραῖο
καί ἁρμονικά συσχετισμένο μέ τήν σύμπασα κτίση. «Ὁ
γάρ Χριστός σαρκί γεννᾶται ἀνακαινίζων τήν κτίσιν, φθαρεῖσα πονηραῖς
παραβάσεσι» (Ὑμνολογία Χριστουγέννων). |