Σελίδα 4 από 5 2) Ἡ δημιουργία ἀναγκῶν
καί ὄχι ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν ὑπαρχόντων
φυσικῶν ἀναγκῶν ὁδήγησε τόν σύγχρονο ἄνθρωπο στό πάθος τῆς
πλεονεξίας. Τό πάθος αὐτό δημιουργεῖ σωληνοειδή ἀντίληψη
γιά τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο καί τό Θεό. Ἀρρωστημένες
καί μυωπικές γνώσεις γιά τό περιβάλλον. Δεσπόζει μέσα του καί ἡγεμονεύει
ὡς ὑπέρτατο ἀγαθό ἡ ἀποκτηση τοῦ χρυσοῦ.
Ὅλα τ᾿ ἄλλα
παίρνουν δευτερεύουσα σημασία. Ὑποβαθμίζεται ἡ ἀξία τους. Ἀκόμη καί ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογένειά,
ἡ ἀξία νά ζῆ κανείς σέ φυσικό
περιβάλλον καί πολλές ἄλλες ἀξίες τῆς
ζωῆς αὐτῆς καθορῶνται μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν διόπτρα. Αὐτό
εἶναι μιἀ ἀσθένεια
ψυχῆς. Αὐτό δημιούργησε τήν βιομηχανική ἐπανάσταη
καί τήν ἀστυφυλία καί συσσώρευσε τά προβλήματα τῆς
ζωῆς. Χάθηκε ὁ ὕπνος.
Διχάσθηκε ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Δημιουργήθηκαν οἱ ψυχίατροι. Αὐξήθηκαν τά φάρμακα.
Παγιδεύεται ἡ διάθεση του καί πέφτει τελικά ἡρωϊκῶς
μαχόμενος μέ τήν ἀγωνιώδη προσπάθεια νά συσσωρεύση καί αὐξήση
τό πουγκί του. Θεός σύγχρονος τό χρῆμα. Πού νά μείνη ἰκμάδα
σωστῆς δημιουργίας. Κι ὅταν δημιουργῆ,
δημιουργεῖ μ᾿ αὐτό
τό κριτήριο. Καί τά δημιουργήματά του κάθε ἄλλο παρά ὡραῖα
εἶναι. Καί παρ΄ ὅλο πού ὑπάρχουν
οἱ ἀσθένειες, οἱ ἀπογοητεύσεις,
ὁ θάνατος, τίποτε δέν θεραπεύει τήν ἀθεράπευτη
αὐτή ἀσθένεια. Ξεχνᾶ ὅτι
μοναδικός ἰδιοκτήτης καί κύριος ὅλων τῶν
ἀγαθῶν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι αὐτός.
Νομίζω ὅτι αὐτή ἡ προύπόθεση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου
δέν συνηγορεῖ οὔτε στήν ἀνακάλυψη τοῦ ὡραίου οὔτε στήν ἐπιδίωξη
νά δημιουργηθοῦν ἤ νά διατηρηθοῦν περικαλεῖς
καί παραδοσιακοί οἰκισμοί, φυσικές καί ἄνετες κατοικίες μέσα
στίς ὁποῖες θ᾿ ἀναπτυχθῆ
τό βασικό κύτταρο τῆς κοινωνίας πού λέγεται οἰκογένεια. 3) Ἡ φιλοϋλία γίνεται αἰτία
νά ἀναπτύσσονται μέσα στόν ἄνθρωπο πληθώρα ἄλλων
παθῶν πού τόν ψέγουν καί τόν ἐνοχοποιοῦν.
Τά αἰσθήματα ἐνοχῆς
προκαλοῦν φόβο καί οἱ φοβίες ἀναγκάζουν
τούς ἀνθρώπους νά στοιβάζονται ὁ ἕνας
κοντά στόν ἄλλο χωρίς διαπροσωπική κοινωνία. Ἀπομονώνουν τόν ἄνθρωπο
ἀπ᾿ τό ἕτερο
ἐγώ του πού εἶναι ὁ
συνάνθρωπος. Δέν ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ ἑνός μέσ᾿ τόν ἄλλο. Οὐσιαστικά
νεκροποιοῦνται οἱ φυσικές δημιουργικές
δυνάμεις του καί οἱ δημιουργίες δέν βρίσκουν τόν ὕψιστο
σκοπό τους. Στήν Βυζαντινή τέχνη ὁ ἦχος ἑνός τροπαρίου, οἱ πέτρες ἑνός
Ναοῦ καί οἱ ψηφίδες ἑνός
μωσαϊκοῦ εἶναι ὕλη πού ἔχει ἀποκτήσει
ἔκφραση καί φωνή. Τά σπίτια σ᾿ ἕνα χωριό ἔχουν
διαπροσωπική κοινωνία μεταξύ τους καί μέ τό Ναό, πού εἶναι
συνήθως στό κέντρο τοῦ χωριοῦ. Στρέφονται ὅλα
πρός τό Ναό σάν νά δοξολογοῦν τόν Θεό. Ἀντίθετα τά σύγχρονα
κατασκευάσματα χάνουν αὐτό τό πρόσωπο καί τό ἕνα εἶναι
γυρισμένο μέ τήν πλάτη στό ἄλλο. ὅπως
ἀκριβῶς εἶναι σήμερα τά αἰσθήματα τοῦ ἐνός γιά τόν ἄλλον. Δέν ἔχουν
μόνο μιά δύσμορφη ἐπιφανειακή κατασκευή, ἀλλά ἀποπνέουν
μιά νεκρική καί ψυχρή παρουσία μέσα στήν ὁποία καλεῖται
νά ἀναπτυχθῆ καί διαμορφωθῆ ὁ ἄνθρωπος. |