Σελίδα 1 από 3 "Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους..." Καθώς ἡ θεία ἱερουργία προχωρεῖ πρός
τό ἀποκορύφωμά της, ὁ λειτουργός ὑπενθυμίζει στούς παρισταμένους πιστούς ὅτι,
γιά νά εἰσέλθουν στόν θεῖο νυμφῶνα τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό,
πρέπει νά διαθέτουν τό κατάλληλο κλειδί. Καί τό θεῖο αὐτό κλειδί εἶναι ἡ ἀγάπη.
Μέ τήν ἀγάπη πρός ἀλλήλους γινόμεθα ἄξιοι καί ἱκανοί νά εἰσέλθουμε στό
μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν θεία λειτουργία ἱερουργεῖται τό μυστήριο τῆς
σαρκωμένης καί σταυρωμένης ἀγάπης, τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προϋπόθεσις
ὅμως γιά νά βιώσουν οἱ χριτιανοί αὐτό εἶναι ἡ μεταξύ τους ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη
πραγματοποιεῖ καί οἰκοδομεῖ μυστικά, τό "ἕν σῶμα" τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. "Καί αὐτοί
-τονίζει ὁ Ἀπ. Πέτρος-, ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός,
ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι πνευματικάς θυσίας, εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διά Ἰησοῦ
Χριστοῦ (Α! Πέτρου 2,5). Καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος προσθέτει: "Ἡ ἀγάπη
ἀνοικοδομεῖ καί βοηθεῖ νά ἑνωθῆ ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, νά συμπαγῆ καί νά
συναρμοσθῆ". Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι λοιπόν κοινωνία ἀγάπης. Στήν Ἐκκλησία μας
"δέν ἔχουμε συνωστισμό ὄχλου, ἀλλά περιχώρησι ἀγαπωμένων προσώπων. Οἱ
πάντες βρίσκονται μέσα στούς πάντες" (Εἰσοδικόν σελ. 114). Τό γεγονός
τοῦτο δέν εἶναι μικρᾶς σημασίας. Τό κατανοοῦμε, ἐάν σκεφθοῦμε ὅτι πουθενά ἀλλοῦ
δέν συμβαίνει, οὔτε μπορεῖ νά συμβῆ κάτι τέτοιο. Σέ ἄλλους χώρους
πραγματοποιοῦνται ἑνώσεις, ἑταιρεῖες, συνεταιρισμοί, συνασπισμοί, συμμαχίες
κ.λ.π. ὅλα αὐτά ἐπιδιώκουν τήν ἕνωσι χωρίς ἑνότητα. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἐσωτερική καί ὀργανική. Δέν εἶναι εὐκαιριακή συγκόλλησις μέ τήν ἀνθρώπινη λάσπη τῶν παθῶν
καί τῶν χαμηλῶν συμφερόντων. Εἶναι
ὀντολογική συνύπαρξις καί συμπαρουσία ἐλευθέρων προσώπων, ἑνωμένων μέ τό
ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιο αἶμα τοῦ Χριστοῦ, πού πορεύονται πρός τήν κατάκτησι
τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ σκοποῦ, ἤτοι, "τήν τούς θεμελίους ἔχουσαν Πόλιν ἦς
τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός" (Ἑβρ. 11,10). Αὐτό ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τό
μυστικό τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως. Καί αὐτό,
μόνον μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μπορεῖς νά τό βιώσης. Ὁ ἅγιος
Μάξιμος ἐπισημαίνει: "Πολλοί μέν πολλά περί ἀγάπης εἰρήκασιν, ἐν μόνοις
δέ τοῖς μαθηταῖς τοῦ Χριστοῦ ταύτην ζητήσας εὑρήσεις". Ἐκεῖ, παρ᾿ ὅλο τό μωσαϊκό: φύλου, ἡλικίας, τάξεως,
μορφώσεως, φυλῆς, οἱ πάντες γίνονται καί αἰσθάνονται "ἕν". Πραγματοποιεῖται
ὁ πόθος τοῦ Κυρίου: "ἵνα πάντες ἕν ὦσιν" (Ἰω. 17,21). Αὐτό τό
"ἕν" πραγματοποιεῖται μόνο διά τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη
αὐτή ὡς προϊόν τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἑνώνει καί τήν γνώμη καί τήν θέλησι τῶν
ἀνθρώπων καί ἀποβαίνουν "σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες" (Φιλιπ. 2,2). Οἱ
διασπάσεις προδίδουν ἀπουσία τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Ἡ θεοποιός αὐτή ἀγάπη
εἶναι ἡ κοινή γλῶσσα τῶν χριστιανῶν, τό κοινό τους ποτήριο καί ἡ κοινή του
τροφή, ἄρα τό "κοινῶς ζῆν". ὅταν ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει
"ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους" δέν τό λέγει μέ μιά ἔννοια ἠθικιστική, ἀλλά
ὀντολογική. Ἡ ἀγάπη γιά τόν χριστιανό δέν εἶναι συναίσθημα, οὔτε ἕνα ἁπλό
χριστιανικό καθῆκον, ἀλλά ὑπαρξιακή ἀνάγκη. Εἶναι ὑπέρβασις τοῦ θανάτου καί ἐξασφάλισις τῆς ζωῆς, σύμφωνα
μέ τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: "ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ
τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν ἀλλήλους· ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει
ἐν τῷ θανάτῳ (Α! Ἰω. 3,14). Ἀγαπῶ ἄρα ζῶ. Ἀγαπῶ ξεπερνώντας τόν ἑαυτό μου καί
ὄχι βουλιάζοντας μέσα μου. ῎ Ετσι ἡ ἀγάπη
μου ἔχει οὐσία καί διάρκεια. |