Σελίδα 3 από 3 Τό "ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους" κατά τούς Πατέρας σημαίνει: νά
ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο γιαὐτό πού εἶναι καί μόνο καί ὄχι γιαὐτά πού ἔχει,
πλοῦτο, δύναμι, σοφία κ.λ.π. "Ἀγαπᾶ πάντας ἀνθρώπους ὁ μηδέν ἀνθρώπινον
ἀγαπῶν", ἀποφαίνεται πάλι ὁ θεοφόρος Μάξιμος (ἔνθ. ἀνωτ.). Τοῦτο συνδέει
τήν ἀγάπη μέ τήν ἀπάθεια, δηλ. τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη καί δή τήν
φιλαυτία, "ἀγάπην τίκτει ἀπάθεια". Συνήθως πέντε εἶναι οἱ αἰτίες, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶνται: ἤ γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (ἡ τελεία ἀγάπη) ἤ ἀπό κενοδοξία, ὅταν δηλ. ἐκεῖνος πού
δοξάζεται ἀγαπᾶ ἐκεῖνον πού τόν δοξάζει, ἤ ἀπό φιλαργυρία, ὅταν ὀ φιλάργυρος
ἀγαπᾶ τόν πλούσιο, ἐπειδή τοῦ δίνει χρήματα. ἤ τέλος ἀπό φιληδονία, ὅταν ὁ
φιλήδονος ἀγαπᾶ τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού τοῦ ἱκανοποιεῖ τήν γαστριμαργία ἤ τήν
σαρκική ἐπιθυμία. Οἱ τρεῖς τελευταῖες μορφές ἀγάπης χαρακτηρίζονται ὡς ἐμπαθεῖς
καί ἑπομένως ἀξιοκατάκριτες (ἅγ. Μάξιμος). Ἡ κατά Χριστόν τελεία καί ἁγία ἀγάπη ἐξακτινώνεται στά δέκα τέσσερα
"χρώματα", πού ἀποτελοῦν ὁλόκληρο τό "ἡλιακό της φάσμα": "ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ,
χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ
ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει
ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα
ὑπομένει..." (Α! Κορ. 13,4-7). Ὡς καρπός τοῦ
"ἀγαπήσωμεν..." ἔρχεται τό: "ἵνα ὁμολογήσωμεν". Τί; Πίστι
στόν ἕνα καί μοναδικό τριαδικό Θεό. Ὁ χριστιανός γίνεται ὁμολογητής μέ τό νά
ἀγαπᾶ καί μάλιστα τούς ἐχθρούς. Φανερώνει τόν Θεό διά τῆς ἀγάπης του καί
διδάσκει τόν κόσμο τί εἶναι ὁ Θεός, δηλ. ὅτι "ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι" (Ἰω.
4,8). "Ἐάν ἀγάπην ἔχῃς ἀπόστολος γέγονας", παρατηρεῖ ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
Ὁ χριστιανισμός διεδόθη λιγώτερο ἀπό τά κηρύγματα τῶν ἱεραποστόλων καί
περισσότερο ἀπό τήν ζωή τῆς ἀγάπης τῶν ἁπλῶν πιστῶν. "ἴδε πῶς ἀγαπῶσιν
ἀλλήλους!", ἔλεγαν μέ θαυμασμό οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί πολλοί, γιά τόν
λόγο αὐτό, προσήρχοντο πρός Αὐτήν. Ἡ ἀγάπη συγκινεῖ καί πείθει, ὁ λόγος
συνήθως φέρει τόν ἀντίλογο. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ νέος νόμος τοῦ Χριστοῦ καί ἡ εἰδοποιός διαφορά τοῦ
χριστιανοῦ ἀπό τόν μή χριστιανό. "Ἐν τοῦτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί
μαθηταί ἐστέ, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις" (Ἰω. 13,34-35) Ἡ τελεία αὐτή ἀγάπη κατά τήν Γραφή καί τούς Πατέρας "θεόν ποιεῖ
τόν ἄνθρωπον". Ἡ ἀπουσία της ὅμως
τόν κατεβάζει σέ κατώτερη ζωϊκή βαθμίδα, "θηρίον ποιεῖ τόν ἄνθρωπο".
Ὁ ἅγιος Σώζων, βοσκός ἀλόγων προβάτων, παρατηρώντας τήν ἀνεξικακία καί
ἡμερότητά τους, ἔλεγε: "Μοῦ εἶναι προσβολή νά δειχθῶ κατώτερος ἀπό τά
πρόβατα τά ὁποῖα βόσκω"! ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω καυτό ἀνακύπτει τό ἐρώτημα: ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη
σήμερα στόν κόσμο; Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, δέν θά βρῆ κανείς τήν
τελεία ἀγάπη, διότι δέν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις. Στόν κόσμο ἐπικρατεῖ "τό
δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου", "ὁ νόμος τῆς ζούγκλας", τό "homo
homini lupus", τό συμφέρον καί ὁ ἀριβισμός, ἐπειδή πράγματι "ὁ κόσμος
ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται" (Α! Ἰω. 5,19). Οἱ ἐξαιρέσεις ἀγάπης βέβαια δέν
λείπουν, ὅμως μοιάζουν σάν ἀδύνατες πηγολαμπίδες μέσα στά σκοτάδια. Μήπως ὅμως ὑπάρχει στόν χῶρο τῆς σημερινῆς ἐκκλησιαστικῆς
πραγματικότητος; Καί ἀπό τήν ζωή τῶν συγχρόνων χριστιανῶν δυστυχῶς ἀπουσιάζει.
Ἀλλοίμονον δέ καί ἀπό τούς ἐκπροσώπους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούς ποιμένας τῶν
λογικῶν Του προβάτων. Ἡ μερική φιλία, τό ἐμόν καί τό σόν, οἱ ἡμέτεροι καί οἱ
ξένοι, ἰδού ἡ θλιβερή μας εἰκόνα. Γιαὐτό ζωντανό καί ἀνανεωτικό ἀκούγεται καί σήμερα τό λειτουργικό σάλπισμα
τῆς Ἐκκλησίας: "ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους". Ὁ καθένας ὅλους καί ὅλοι τόν καθένα. Εἶναι
καιρός πλέον νά καταλάβη ὁ κόσμος ὅτι μέ τόν λωστό τῆς ἀγάπης θά ὑψωθῆ, θά
εὐτυχήση καί θά κτίση τόν ἀληθινό πολιτισμό του. |