Σελίδα 3 από 3 Οἱ
ἱερεῖς δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ ἀντιπρόσωποι ἤ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Χριστοῦ,
ὅπως συνήθως λέγεται, ἀλλά ὁρατή φανέρωσις καί βεβαίωσις τῆς παρουσίας
Του μέσα στόν κόσμο. Ὁ Χριστός δέν ἀπουσιάζει ἀπό τήν Ἐκκλησία Του, ἀφοῦ
εἶναι ἡ ζωντανή κεφαλή της, ἀλλά εἶναι πάντοτε παρών καί τήν κατευθύνει
(Ἀποκ. 2, 1). Οἱ
κληρικοί, ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ὑποχρεοῦνται νά εἶναι οἱ κήρυκες
τοῦ Εὐαγγελίου καί διδάσκαλοι τῶν πιστῶν (Α’ Κορ. 12, 28 καί Λουκ. 10,
16). Εἶναι οἱ ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων, τά ὁποῖα βεβαίως δέν ἀνήκουν
σέ αὐτούς, ἀλλά στόν Χριστό, πού θυσιάστηκε γι’ αὐτά, σύμφωνα καί μέ
τήν ἐντολή Του: «ποίμαινε τά πρόβατά μου» (Ἰω. 21, 16). Εἶναι οἱ διάκονοι
καί ὑπηρέται τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων ἁγιάζεται ὁ χριστοφόρος
λαός. Μέσα στήν Ἐκκλησία -σημειώνει ὁ Ἱερός Καβάσιλας- «τό πᾶν ἡ
χάρις ἐργάζεται. Ὁ δέ ἱερεύς ὑπηρέτης ἐστί μόνον. Τοῦτο γάρ ἐστίν
ἡ ἱερωσύνη, δύναμις ὑπηρετική τῶν ἱερῶν». Κεντρική
εἶναι ἡ θέσις τοῦ Ἐπισκόπου στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό. Εἶναι ὁ ἄξων
πέριξ τοῦ ὁποίου πρέπει νά περιστρέφεται ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησιαστική
ζωή. Ἡ θέσις του ὅμως αὐτή δέν εἶναι ἁπλῶς διοικητική, ἀλλά λειτουργική.
«Ἡ διοικητική του ἁρμοδιότητα προέρχεται ἀπό τήν λειτουργική
του θέσι καί προσδιορίζεται ἀπό αὐτήν» (Γ. Ματζαρίδης). Ὁ Ἐπίσκοπος, κατά τήν διδασκαλία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, πρέπει νά εἶναι «ἡ ζῶσα εἰκών τοῦ Χριστοῦ»,
«εἰς τόπον καί τῦπον Χριστοῦ», «διδάσκαλος εὐσεβείας καί μετά Θεόν
πατήρ ἡμῶν». Δι’ αὐτό καί οἱ πιστοί ὀφείλουν ἀγάπη, σεβασμό καί ὑπακοή
πρός αὐτόν. Ἄνευ τοῦ Ἐπισκόπου τίποτε στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἔχη
τήν σφραγῖδα τῆς ἐγκυρότητος καί γνησιότητος. Ἡ ἀποκοπή ἀπό αὐτόν
ὁδηγεῖ στό σχίσμα καί στήν αἵρεσι, θέτοντας σέ κίνδυνο τήν σωτηρία
τῶν πιστῶν. Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος παραγγέλλει: «ὥσπερ ὁ Κύριος ἄνευ
τοῦ Πατρός οὐδέν ἐποίησε... οὕτως μηδέ ὑμεῖς ἄνευ Ἐπισκόπου καί τῶν
πρεσβυτέρων μηδέν πράττειν» (Πρός Μαγνησίους). Ἡ
ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου δέν εἶναι βεβαίως ἐξουσία κοσμικοῦ τύπου,
καταπιεστική ἀρχή καί τάξις, ἀλλά πνευματική διακονία ἀγάπης
καί προσφορᾶς. Διότι δέν παύει νά εἶναι καί αὐτός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ
«καί μία μόνον ἔχει ἐξουσία, τήν ἐξουσία τῆς ἀγάπης, τῆς ποιμαντικῆς
πραότητος, πού παίρνει τήν θέσι τοῦ πάσχοντος, μία μόνον ἔχει δύναμι
πειθοῦς: τό μαρτύριό του» (Μητροπ. Ἀντώνιος). Ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐπιγραμματικά
ἀποφαίνεται: «Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ οὐκ ἔστιν ἀρχόντων τῦφος, οὐδέ ἀρχομένων
δουλοπρέπεια, ἀλλά ἀρχή πνευματική, τούτῳ μᾶλλον πλεονεκτοῦσα τῷ
τό πλέον τῶν πόνων οὐ τῷ τιμάς πλείους ἐπιζητεῖν». Καί συμπληρώνει:
«Οὐ κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, οὐδέ δεσποτικῶς ταῦτα ἐπιτάττομεν.
Εἰς διδασκαλίαν λόγου προεχειρίσθημεν, οὐκ εἰς ἀρχήν, οὐδέ εἰς αὐθεντίαν,
Συμβούλων τάξιν ἐπέχομεν». Πρέπει
νά ὁμολογήσουμε ὅτι στό θέμα αὐτό ἔχουν παρατηρηθῆ πολλές παρεκκλίσεις
καί ὑπερβάσεις ἐξουσίας. Κάποτε φθάνουμε καί στήν «ἀλαζονεία τῆς
ἐξουσίας». Ὁ καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός σχολιάζοντας τό
φαινόμενο γράφει: «Ἐν τούτοις μία παρα - παράδοσις καί οὐσιαστικά
ἀντι-παράδοσις ἔχει παρασιτικά εἰσχωρήσει στήν ζωή μας καί γι’ αὐτό
ἐπικρατεῖ ἡ σφαλερή ἀντίληψις ὅτι ἔχουμε μιά τάξι ἀρχόντων στήν Ἐκκλησία
καί μιά τάξι ἀρχομένων. Περιττό νά ποῦμε ὅτι τέτοιες ἀντιλήψεις φεουδαρχικοῦ
χαρακτῆρος εἶναι συνέπεια τῶν μακροχρονίων ἐπιρροῶν πού δεχθήκαμε
σάν ὑπόδουλη Ρωμιοσύνη ἀπό τήν Φραγκιά καί τήν Τουρκία». Οἱ
ὑπερβάσεις αὐτές καί ἀπό τίς δύο πλευρές (κλήρου καί λαοῦ) κατά παρεξήγησιν
τῶν ὁρίων τῆς κάθε μιᾶς, πολλά προβλήματα εἶναι δυνατόν νά δημιουργήσουν
καί μεγάλη ταλαιπωρία νά ἐπιφέρουν στό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα. Γι’
αὐτό καί πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά ἀποφεύγωνται. Κάθε
τάξις πρέπει ἐν φόβῳ Θεοῦ καί μέ συναίσθησι τῆς ἰδιαιτέρας εὐθύνης
νά ἐργάζεται γιά τήν προαγωγή τοῦ ἀπολυ-τρωτικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας,
«ἕκαστος καθώς ἔλαβε χάρισμα εἰς ἑαυτούς διακονοῦντες» (Α’ Πέτρ.
4, 10). Τοῦτο βεβαίως ἀφορᾶ καί στόν Μοναχισμό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι
χαρισματική τάξις πλήρως ἐντεταγμένη ὀργανικά στό ὑπόλοιπο σῶμα.
Δέν εἴμεθα ἀντιμαχόμενες μερίδες ὥστε νά στασιάζει ἡ μία κατά τῆς
ἄλλης, διότι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἡ λεγομένη «πάλη τῶν
τάξεων». Εἴμεθα ὡς λαός τοῦ Θεοῦ ὅλοι μέσα στό πλοῖον, ἄλλοι ὡς ναῦται
(ἱερεῖς), ἄλλοι ὡς πλήρωμα (μοναχοί καί λαϊκοί) καί στό πηδάλιον ὁ
Χριστός. Βαρυσήμνατη εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Ἁγ. Κλήμεντος Ρώμης: «ἕκαστος
ἡμῶν ἀδελφοί ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι εὐαρεστείτω τῷ Θεῷ, ἐν ἀγαθῇ συνειδήσει
ὑπάρχων καί μή παρεκβαίνων τόν ὡρισμένον τῆς λειτουργίας αὐτοῦ κανόνα,
ἐν σεμνότητι». Ἡ
ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία μας στηρίζεται στήν ἀρχή τῆς συνεργασίας
τῶν δύο μερῶν -ὡς ἐλέχθη- καί τῆς συναισθήσεως ὅτι τό ἕνα ἔχει ἀπόλυτη
ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Οὔτε ὁ κλῆρος ἐρήμην τοῦ λαοῦ, οὔτε ὁ λαός χωρίς
τόν κλῆρο. Τήν χρυσή τομή στό θέμα μας θά τήν χαράξη καί πάλιν ὁ χρυσοῦς
τήν γλῶσσα Πατήρ ἡμῶν: «Οἱ λαϊκοί δέονται ἡμῶν, ἡμεῖς δέ πάλιν δι’ αὐτούς
ἐσμέν»!... |