Σελίδα 1 από 3
Βασίλειον
Ἱεράτευμα Ἡ θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μας, δηλ. ἡ λατρεία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἔχει χαρακτῆρα καθολικό. Δέν εἶναι λατρεία μόνον
τοῦ κλήρου, οὔτε μόνον τοῦ λαοῦ, ἀλλά ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος, ἤτοι «παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ». «Ἐπεύχεται ὁ ἱερεύς
τῷ λαῷ, ἐπεύχεται καί ὁ λαός τῷ ἱερεῖ» (Ἱερ. Χρυσόστομος). Εἶναι
ἡ πραγματοποίησις ἐν τόπῳ καί χρόνῳ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας
μέλη τυγχάνουν ὅλοι οἱ βαπτισμένοι καί πιστεύοντες στόν Ἰησοῦν Χριστόν.
Κατά τήν θεία μας λατρεία δοξάζουμε τόν Κύριο, διότι «ἐποίησεν ἡμᾶς
βασιλεῖς καί ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί Πατρί αὐτοῦ» (Ἀποκ. 1, 6) καί μᾶς ὠνόμασε
«γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαόν εἰς περιποίησιν»
(Α’ Πέτρ. 2, 9). Εἰδικώτερα,
ἡ θεία Λειτουργία εἶναι συμπροσευχή καί συνιερουργία, ἀλλά καί
συμπροσφορά ὅλων τῶν μελῶν. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ μεταξύ μας ὀργανική
συνύπαρξις καί ἀλληλο-συμπλήρωσις, πού ἐκφράζεται καί στόν λειτουργικό
διάλογο μεταξύ λειτουργοῦ καί ἐκκλησιάσματος, ὅπου κατά τόν βαθυστόχαστο
λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου: «ὁ λαός συμπονεῖ καί συμπροσεύχεται τῷ ἱερεῖ».
Τοῦτο δέ συμβαίνει διότι, κατά τήν εὔστοχη παρατήρησι τοῦ Εὐδοκίμωφ,
«ἡ Λειτουργία δέν ἀνέχεται κανένα ἀπαθῆ ἤ ἐξωτερικό θεατή»! Στήν
Ὀρθοδοξία κλῆρος καί λαός, εἴμεθα «ὁ λαός τοῦ Θεοῦ», μέλη τοῦ ἑνός
Σώματος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τήν Παύλεια ρῆσι: «ἕν σῶμα ἐσμέν οἱ πολλοί»
(Α’ Κορ. 10,17). Ἡ
Ἐκκλησία μας διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος συγκεντρώνει
στόν ἑαυτό Του σέ ἀπόλυτο βαθμό τά τρία ἀξιώματα: τοῦ βασιλέως,
τοῦ ἱερέως καί τοῦ προφήτου. Τά τρία αὐτά χαρίσματα περνοῦν καί στό
Σῶμα Toυ, στήν Ἐκκλησία καί στό καθένα μέλος χωριστά. Ἔτσι, ὁ κάθε
πιστός, χάρις στό ἅγιο βάπτισμα καί στό θεῖο χρῖσμα, γίνεται κατά χάριν
βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης. Ἑπομένως ὅλοι οἱ πιστοί μετέχουμε
στήν βασιλική ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
Ἱερ. Χρυσόστομος, ἀπευθυνόμενος στόν κάθε πιστό, ἀναλύει τήν σωτηριολογική
αὐτή ἀλήθεια ὡς ἑξῆς: «Οὕτω καί σύ γίνῃ βασιλεύς καί ἱερεύς καί προφήτης
ἐν τῷ λουτρῷ (τῷ βαπτίσματι). Βασιλεύς μέν πάσας χαμαί ρίψας τάς πονηράς
πράξεις καί τά ἁμαρτήματα κατασφάξας· ἱερεύς δέ, ἑαυτόν προσενεγκών
τῷ Θεῷ καί καταθύσας τό σῶμα καί σφαγείς καί αὐτός· προφήτης δέ, τά
μέλλοντα μανθάνων καί ἔνθους γενόμενος καί σφραγισάμενος». Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, γνήσια εὐαγγελική καί πατερική, καθορίζει
τήν χαρισματική θέσι τοῦ καθενός μέρους (κληρικῶν καί λαϊκῶν) καθώς
καί τήν μεταξύ τους σχέσι, ἀποφεύγοντας τίς πολωτικές ἀποκλίσεις.
Δέν διέπεται οὔτε ἀπό τήν ἀρχή τῆς κληρικοκρατίας, ὅπως συμβαίνει στόν καθολικισμό, μά οὔτε
καί ἀπό τό καθεστώς τῆς λαϊκοκρατίας, ὅπως συμβαίνει στόν ἀναρχούμενο
προτεσταντισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ μέτρου καί τῆς
χρυσῆς ἰσορροπίας μεταξύ τῶν δύο. Δέν εἶναι οὔτε ἀπολυταρχία, οὔτε
ὀχλοκρατία, οὔτε -ὅπως συνήθως λέγεται- δημοκρατία. Εἶναι ἱεραρχία.
Ὁ ἅγ. Μάξιμος διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μιμεῖται τήν κτίσι, τῆς ὁποίας
ἡ δομή εἶναι ἱεραρχική. ὅπως δηλ. τά κτίσματα, ὁρατά καί ἀόρατα,
ἱεραρχοῦνται, ἀλληλοσυμπληρώνονται, ἀλληλοεξαρτῶνται ἀσύγχυτα
καί συνεργάζονται ἁρμονικά (ὅπως ἕνας τροχός μέσα σέ ἕναν ἄλλο τροχό)
αὐτό δέ ἀκριβῶς εἶναι πού ἐξασφαλίζει τήν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος, ἔτσι
συμβαίνει καί στήν Ἐκκλησία. Ἡ κάθε τάξις καί ὁ κάθε βαθμός ἔχουν τήν
ὀργανική τους θέσι συμπληρώνοντας ἀσύγχυταὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔχοντας
ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καί συνεργαζόμενοι μεταξύ τους ἁρμονικά.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος μεταφορικά διατυπώνει αὐτή τήν αἰώνια ἀρχή: «οὐ δύναται
ὁ ὀφθαλμός εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω· ἤ πάλιν ἡ κεφαλή τοῖς
ποσίν χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω· ἀλλά πολλῷ μᾶλλον τά δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος
ἀσθενέστερα ὑπάρχειν, ἀναγκαῖα ἐστί» (Α’ Κορ. 12, 21). |