Σελίδα 3 από 3 Ἐπομένως
῾ ὑπερ φύσιν χαρά εἶναι χριστοκεντρική. Εἶναι χαρά ἐν Κυρίῳ (ΦΙλιπ. 8,4). Δηλαδή
ἀπό τόν Χριστόν ἀναβλύζει, ὡς μυστικός ποταμός καί εἰς αΑυτόν ἐκβἀλλει.. Αὐτό ἐπιμαρτυροῦν
τά ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων μας, πού ἔγιαναν τά ἔμψυχα δοχεῖα της. Ὀ Χριστός -γράφει
ἀπό προσωπική ἐμπειρία ὁ Μ. Ἀθανάσιος- πού εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Πατρός, συγχρόνως εἶναι καί ἡ χαρά μας. Καί
ὁ ἅγιος Μακάριος συμπληρώνει: Καθώς ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μᾶς ἐκληρονόμησαν τήν πίκρα
καί τήν λύπη, ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία μᾶς ἀπήλλαξαν ἀπό τήν κατάρα καί τήν καταδίκη
καί μᾶς ἔφεραν τήν χαρά. (χαρᾶς μου τήν καρδίαν πλήρωσον Παρθένε , ἡ χαρτᾶς δεξαμένη
τό πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τήν λύπην ἐξαφανίσασα (Παρακλ. κανόνας)). Αὐτή ἡ ὄντως
χαρά εἶναι συνέπεια τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι αὐτό ὁ
ἄγγελος πρῶτος μεταβιβάζει στούς ποιμένας αὐτό τό μήνυμα: Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν
χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη σήμερον Σωτήρ (Λουκ. 2,10). Ἡ χαρά
εἶναι προϊόν τῆς ἄρσεως τῆς κατάρας τοῦ᾿ Αδάμ ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ γλυκύτατος καρπός τῆς ἀπαλλαγῆς
μας ἀπό τήν ἐνοχή καί τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας πού ἡ γεῦσις του ἀντανακλᾶ σέ
ὅλα τά μέλη μας. Τό συνειδός ἀγαλλόμενον συγκαλλωπίζει αὐτῷ καί τά πρόσωπα καί
ἄρδει τάς παρειάς ἡ τῆς ψυχῆς εὐρωστία. Καί γάρ οὐχ ἁπλῶς εἴρηται τῷ σοφῷ: καρδίας
εὐφραινομένης τό πρόσωπον θάλλει (ἅγ. Χρυσ.). Εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς κατά τοῦ
θανάτου ἐν Χριστῷ στήν προσωπική μας ἐμπειρία. Ἐγώ ἦλθον ἴνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν
ἔχωσιν (Ἰωαν. 10,10). Αὐτό τό περισσόν ζωῆς
εἶναι ἡ χαρά γιά τήν ὁποῖα μιλοῦμε. Εἶναι ἡ μόνη ἄγια τοῦ ἀνθρώπου ὡς πεπληρωμένη
στίς καρδιές τῶν λυτρωμένων ἥν οὐδείς αἴρει ἀπ᾿ αὐτῶν (Ἰωαν. 16,22). Αὐτό δέ τό περισσόν εἶναι τό ξεχείλισμα, πλημμύρα τῆς
χαρᾶς τῶν ἁγίων. Εἶναι
σημαντικό ὅτι ἡ χαρά, ὥς λέξιος συναντᾶται μόνον στήν Κ. Δ. ἑκατόν πενῆντα φορές.
Ἀλλά οἱ ἐκφράσεις πού φανερώνουν αὐτό τό περισσόν της εἶναι σέ ὁλη τήν Γραφή ἀπεριόριστες.
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ δέν παρουσιάζεται ὡς ἁπλῆ χαρά,
ἀλλά, ἐντονώτερα ὡς ἀγαλλίασις, κατά τό: ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπί τῷ Κυρίῳ.
Ἀγαλλίασις ἡ ὁπῖα συγκλονίζει ὁλόκληρη τήν
ψυχοσωματική ὑπόστασι τοῦ άνθρώπου μέχρι καί τά ὁστᾶ του, κατά τήν ἐμπειρία τοῦ
Δαβίδ: ἀγαλλιάσονται ὁστέα τεταπεινωμένα (ψαλμ. 50στος). Ἡ χαρά τοῦ πιστοῦ παρουσιάζεται
ἐπίσης ὡς εὐφροσύνη, ἡ ὁποῖα εἶναι κατά πολύ ἀνωτέρα τῆς χαρᾶς γιατί μεθᾶ τήν καρδιά
μέ τό θεῖο κρασί τῆς χάριτος. Εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί (ψαλμ.
9,2). Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύων τόν ἀναβαθμό: ἐπί τοῖς εἰρηκόσι μοι
ὁδεύσωμεν έἰς τάς αὐλάςτοῦ Κυρίου, εὐφράνθην μου τό πνεῦμα συγχάῖρει ἡ καρδία παρατηρεῖ:
τήν μέν ἀϋλοτέραν εὐφροσύνην ἀπέδωκεν εἰς τήν ἄϋλον ψυχήν, τήν δέ παχυλοτέραν χαράν
ἀπέδωκεν εἰς τήν ὑλικήν καρδίαν. Ἡ χαρά τοῦ πιστοῦ εἶναι ἀκόμη σκίρτημα καρδίας
(ἄπας γηγενής σκιρτάτῳ τό πνεύματι λαμπαδουχούμενος). Εἶναι χοροπηδήματα καί ἄλματα
ἐσωτερικά, πού δέν μποροῦν νά ἐκφρασθοῦν μέ λόγια, διότι ὁὐκ ἑξόν ἀνθρώπῳ λαλήσαι
( Β Κοριν. 12,4). Τά σκιρτήματα αὐτά, πού χαρακτηρίζονται ἀπό τούς Πατέρα ὡς βρεφοπρεπή
σκιρτήματα προκαλοῦνατι στήν καρδιά τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου, κατά τήν κυοφορίαν
καί τήν ἄνωθεβ γέννησιν τοῦ Χριστοῦ᾿ εντός του, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ε-ιναι
ὅμως ἀνάγκη νά τονισθῆ ὅτι αὐτή ἡ ἀνωτέρα ποιότητος χαρά,, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
(Γαλ. 5,22) καί ἄνωθεν κατερχομένη (Ἰακ. 3,17) δέν βιώνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐξ ἀρχῆς
μέ τήν αὐτή ἔντασι, ἀλλά βαθμιαίως καί κατά στάδια, συνδεομένη μέ τήν σταδιακή πνευματική
ἄνοδο τοῦ χριστιανοῦ χωρίς βεβαίως στεγανότητα. Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆε διακρίνει
τρία στάδια τῆς χαρᾶς: ἄλλη εἶναι -λέγει- ἡ ποιότης τῆς χαρᾶς τῶν᾿ αρχαρίωνἤ εἰσαγωγικῶν
καί ἄλλη τῶν τελείων. Ἡ μέν πρώτη ἀκολουθεῖται ἀπό κενοδόξους φαντασίες, ἡ δέ δευτέρα
εἶναι γεμάτη ἀπό ταπεινοφροσύνην. Μεταξύ αὐτῶν ὑπάρχει ἄλλη ψυχική κατάστασις, πού παράγει φιλόθεον λύπην καί δάκρυα
χωρίς πόνον. Αὐτή εἶναι ἡ χαρά τῶν μεσαίων (Θεοκλ. Διονυσιάτου Διάδοχος Φωτικῆς
σελ. 129). Ἡ χαρά τῶν ἀρχαρίων εἶναι ἡ χαρά τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας. Αὐτήν
δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος ὅταν γιά πρώτη φορά ἐπιστρέψη ἀπό τό σκότος τῆς ἀγνοίας καί
ἀπιστίας στό θαυμαστόν φῶς τοῦ Χριστοῦ (Α Πετρ. 1,9). |