Σελίδα 1 από 6
Μοντερνισμός καί Ἐκκλησία
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι κάθε τί πού παρουσιάζεται στήν ζωή αὐτή ὡς νέο ἤ μοντέρνο, προκαλεῖ
ἔντονο τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Μία νέα
ἐπιστημονική ἀνακάλυψις, μία νέα εἴδησις, μιά καινούργια θεωρία, μιά νέα μόδα,
ἕνα νέο μοντέλο αὐτοκινήτου ἀκόμη καί μία νέα θρησκεία, ὅλα αὐτά ἀσκοῦν
-ἰδιαίτερα στόν σύγχρονο ἄνθρωπο-μία καταπληκτική γοητεία καί ἕλξι. Δέν θά ἦταν
ὑπερβολή ἄν λέγαμε ὅτι ἡ ἐποχή μας λατρεύει κυριολεκτικῶς τό νέο καί τό
μοντέρνο. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως, μέ τήν εἴδησι καί τήν
διαφήμισι, βομβαρδίζουν συνεχῶς τόν σημερινό ἄνθρωπο, προκαλώντας τον στήν
ὑπερκατανάλωσι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Μέ τόν καταιγισμό τῶν διαφημίσεων προχωροῦν
στόν χῶρο ὄχι μόνον τοῦ περιττοῦ, ἀλλά καί τοῦ καθαρῶς φανταστικοῦ. Τό νέο,
μέ τήν ἰλλιγιώδη ταχύτητα τῶν μεταλλαγῶν του, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, διαμορφώνει
τόν πυρῆνα καί τόν χαρακτῆρα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ θήρευσις τοῦ νέου ἔχει γίνει
πλέον τρόπος ζωῆς καί ὁ ἐκσυγχρονισμός τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῆς θρησκείας
(!), προβάλλεται ὡς ἐπιτακτικός. Μπροστά σ' αὐτήν τήν πραγματικότητα τί ἔχει νά
πῆ ἡ Ἐκκλησία καί προπαντός τί πρέπει νά κάνη αὐτή καί τά μέλη της; Ἡ
Ἐκκλησία βεβαίως καταφάσκει τήν πρόοδο καί ἐξέλιξι τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί τοῦ
πολιτισμοῦ, ἀναγνωρίζοντας τίς ἀστείρευτες δυνατότητες τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος, ὡς χαρίσματα τοῦ Παναγάθου Δημιουργοῦ, πρός τόν λογικό ἄνθρωπο. Ὅμως,
ἐξ ἀρχῆς λέμε, ὅτι ἡ στάσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐπιφυλακτική καί κριτική, δηλ.
ὑπεύθυνη ἔναντι τοῦ κάθε ἐμφανιζομένου ὡς συγχρόνου καί μοντέρνου. Ἡ Ἐκκλησία,
ὡς ὑπερχρονικό καί διαχρονικό γεγονός, δέν παρασύρεται ἀπό τά φαινόμενα, ἀλλά
ἐξετάζει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων, καθώς καί τήν σκοπιμότητα
πού ἐξυπηρετοῦν. Κρατεῖ τό οὐσιῶδες καί διαχρονικό καί στέκει μέ σκεπτικισμό
μπροστά στό πρόσκαιρο καί τό φθαρτό, ἔστω καί ἄν εἶναι ἐντυπωσιακό. Κρίνει κατά
πόσον τό κάθε τί συμβάλλει στήν θέωσι καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἤ τόν
ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν ὕψιστο αὐτόν σκοπό καί ἀναλόγως καθορίζει τήν στάσι
της. Τό ἀπορρίπτει ἤ τό ἀποδέχεται. Ἡ
Ἐκκλησία, κατέχουσα τήν θεία Ἀποκάλυψι, πιστεύει μαζί μέ τόν Ἐκκλησιαστή (1,
9-10) ὅτι: «οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπό τόν ἥλιον» καί ὅτι «ὅς λαλήσει καί ἐρεῖ
Ἰδέ τοῦτο καινόν ἐστί. Ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἡμῶν». Ὁ Ἅγ.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σχολιάζοντας ἐρωτᾶ: «Τί γένοιτο ὕστερον, ὅπερ οὐκ ἤδη
τετέλεσται; Τί καινόν τό μηδέπω εἰς πεῖραν ἐλθόν;». Καί ἀπαντᾶ: «Ἐγώ οἶμαι οὐδέν». Τά
θεόπνευστα αὐτά λόγια ἀποκαλύπτουν τό μάταιο ἤ ἄν θέλετε τήν οὐτοπία τοῦ
καινούργιου. Ὅτι, κάθε τί νέο, στήν πραγματικότητα εἶναι δῆθεν νέο καί δῆθεν
μοντέρνο. Πράγματι!
Αὐτό πού σήμερα λέγεται καινούργιο, αὔριο θά θεωρηθῆ παλαιό καί ξεπερασμένο.
Αὐτό πού σήμερα εἶναι τῆς μόδας, αὔριο θά γίνη ὅπως λέμε «ντέ μοντέ!» Εἶναι ἕνα
πυροτέχνημα, πού πρός στιγμήν φωσφορίζει, ἀλλά ἔπειτα σβήνει. Ἀπό τήν ἄλλη
πλευρά, αὐτά πού ἐθεώρησε ὁ ἄνθρωπος παληά, θά τά ἐπαναφέρη γιά νά τά
παρουσιάση, μέ νέο ἔνδυμα καί μέ νέες λέξεις ὡς καινούργια. Δηλαδή κάθε νέο
ἔχει μέσα του τό παληό. Ὅμως
κάθε τί τό νέο δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καλύτερο τοῦ παλαιοῦ, μόνο καί μόνο διότι
εἶναι νέο. Ὅπως καί κάθε τί τό παλαιό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καλύτερο τοῦ νέου
γιά τόν λόγο καί μόνο ὅτι εἶναι παλαιό. Χρειάζεται προσοχή. Διότι γύρω ἀπό
αὐτήν τήν θεώρησι ἔχουν γίνει πολλά λάθη σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Γιαὐτό ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά κατέχεται οὔτε ἀπό
παλαιομανία, οὔτε ἀπό νεομανία. |