Σελίδα 3 από 7 Εὐλάβεια ἀκόμη σημαίνει: «καρδία συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη». Ὁ
εὐλαβής μυσταγωγός γνωρίζει καλῶς ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ποιόν
ὑπηρετεῖ. Ἔχει βαθειά συναίσθησι ὅτι αὐτός ὡς ἄνθρωπος εἶναι «γῆ καί σποδός»
ἁμαρτωλός καί ἀχρεῖος δοῦλος, ἐνῶ ὁ Κύριός του εἶναι ὁ ἅγιος καί ὁ Ἀναμάρτητος. Συνεπῶς ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἔπαρσις, ἡ ἐπιδεικτικότης καί ἡ ἀλαζονεία δέν
ἔχουν θέσι στήν ψυχή του. Ἰδού τί μᾶς συμβουλεύει ὁ ὅσιος Θεόγνωστος, πού
γράφει πολλά γιά τήν εὐλαβική ἱερωσύνη: «Νά θεωρῆς τόν ἑαυτόν σου μυρμήγκι καί
σκουλῆκι γιά νά γίνης θεόπλαστος. Κοίταξε ποιά ἰσάγγελη τιμή ἀξιώθηκες καί
φρόντισε νά μείνης ἀνέπαφος στό βαθμό τῆς ἱερωσύνης πού ἔχεις κληθῆ, μέ κάθε
ἀρετή καί καθαρότητα. Γνωρίζεις ἀπό πόσο ὕψος σέ πόσο βάθος ἔπεσε ὁ ἑωσφόρος
ἀπό ὑπερηφάνεια. Αὐτό μή τό πάθης καί σύ, φανταζόμενος μεγάλα γιά τόν ἑαυτό
σου, ἀλλά νά τόν θεωρῆς χῶμα καί στάχτη καί σκουπίδι καί σκυλί καί νά θρηνῆς ἀδιάκοπα,
γιατί ἀξιώνεσαι νά καλῆσαι σέ θεία κοινωνία καί συγγένεια, μέ τό νά διεξάγης μέ
τά χέρια σου τήν φρικτή ἱεροτελεστία τῶν ἁγίων μυστηρίων ἀπό ἀπόρρητη
φιλανθρωπία Τοῦ Θεοῦ». Ζώντας ἔτσι τά πράγματα τοῦ ἑαυτοῦ του ὁ ἱερεύς, ὁδηγεῖται στήν μετάνοια,
τήν κατάνυξι καί τά δάκρυα. Ἐγνωρίσαμε εὐλαβεῖς λειτουργούς τοῦ θυσιαστηρίου,
πού ἐμούσκευαν ὄχι μόνο τό μαντήλι τους
ἀλλά καί τό δάπεδο, ἀπό τά πολλά τους δάκρυα. Ἅς σταματήσουμε μέ θαυμασμό
μπροστά στήν καταπληκτική περίπτωσι ἑνός ἁγιορείτου ἱερομονάχου, γιά τόν
ὁποῖον ὁ Γέρων Ἰωσήφ γράφει τά ἑξῆς: «Ὁ παπα-Δανιήλ ἐξήκοντα ἔτη μίαν ἡμέραν
δέν ἐννοοῦσε νά ἀφήση τήν θείαν λειτουργίαν. Αὐτός δέν ἠδύνατο νά προφέρη τάς
ἐκφωνήσεις ἀπό τήν κατάνυξιν. Ἀπό τά δάκρυα πάντοτε ἐμούσκευε μπροστά του τό
χῶμα. Δι’ αὐτό δέν ἤθελε κανείς ξένος νά εἶναι στήν λειτουργία του, διά νά μή
βλέπη τήν ἐργασία του. Εἶχε ἐφ’ ὅρου ζωῆς ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν καί νοεράν
προσευχήν. Ἦτο ὅλος μεταίωρος εἰς τήν θείαν λειτουργία του. Καί χωρίς νά γίνη
λάσπη τό ἔδαφος δέν ἐτελείωνε λειτουργίαν» (ἔκφρ. Μοναχ. ἐμπειρίας). Ὁ μεγαλύτερος καί ὑπουλώτερος ἐχθρός τῆς ἐνθέου εὐλαβείας εἶναι ἡ συνήθεια
καί ἡ ἐξοικείωσις μέ τά θεῖα. Ὄχι βεβαίως ἡ οἰκείωσις, ἀλλά ἡ ἐξοικείωσις.Ἡ
οἰκείωσις ἤ οἰκειότης πρός τά ἱερά καί τά θεῖα εἶναι ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος
μέσα στήν ψυχή μας. Μᾶς ἕλκει πρός τόν Θεό «τόν ἀγαπήσαντα ἡμᾶς καί λούσαντα
ἡμᾶς ἀπό τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ» (Ἀποκ. 1, 5). Μᾶς ἀνάβει τόν
πόθο νά εἴμεθα πάντοτε κοντά Του καί μαζί Του καί μᾶς ἀνανεώνει τόν ζῆλο νά τόν
ὑπηρετοῦμε ἀδιαλείπτως μέ καίουσα τήν καρδιά. Γράφουν γιά τόν μακαριστό Παπα-Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη: «θερμαινόταν ὁλόκληρος
λειτουργώντας. Τόν χειμώνα ποῦ νά τολμήσουμε νά βάλουμε τήν θερμάστρα
πετρελαίου πάνω ἀπό τό ἕνα. Ἐμεῖς τουρτουρίζαμε κι’ ἐκεῖνος ζεσταινόταν, τήν
αἰτία τήν καταλάβαμε ἀργότερα. ὅταν σταμάτησε νά λειτουργῆ τότε ζητοῦσε νά ἀνεβάσουμε τήν θερμάστρα ...» Ἡ ἱερατική ψυχή σάν τό διψασμένο ἐλάφι τρέχει νά ξεδιψάση στήν πηγή τῶν
ζώντων ὑδάτων καί ἐπαναλαμβάνει τό δαβιδικό: «ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά Σου
Κύριε, ἐπιποθεῖ καί ἐκλοίπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου διότι «τό
ποτήριόν Σου μεθύσκει με ὡσεί κράτιστον». Ἐρώτησα κάποτε ἕνα εὐλογημένο ἱερέα,
πού λειτουργοῦσε κάθε μέρα, ἄν ἔρχεται ὥρα πού βαριέται τήν θεία λειτουργία,
καί μοῦ ἀπάντησε: «ὄχι, τοὐναντίον, ὅσο λειτουργῶ τόσο ἀνάβει μέσα μου ἡ φλόγα.
Ἡ μία λειτουργία μέ προετοιμάζει γιά τήν ἄλλη, καί ἡ ἑπομένη μέ ἑλκύει μέ
δύναμι πρός αὐτήν» «Πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ μου!» Καί
κατέληξε: «Τό θυσιαστήριο εἶναι τρομερός μαγνήτης». Ἀντιθέτως ἡ ἐξοικείωσις
εἶναι κατάστασις νεκροποιός. Ὑποβαθμίζει τόν ζῆλο (πού ὅπως λένε οἱ Ἁγιορεῖται
στήν ἀρχή μπορεῖ νά εἶναι σάν τόν Ἀθωνα, στό τέλος ὅμως καταντᾶ σάν ἕνα αὐγό)
ψυχραίνει τήν ἀγάπη, νεκρώνει τόν θεῖο φόβο, δημιουργεῖ παρρησία καί τελικά πόρωσι καί ἀναισθησία. Μεταβάλλει τά
πάντα σέ ρουτίνα καί σέ μιά μηχανική ἐκτέλεσι, χωρίς τήν συμμετοχή τῆς καρδιᾶς.
Ὁ ἱερεύς τότε εἶναι ἱκανός καί στίς ἱερώτερες στιγμές νά ἀπροσεκτῆ, νά ὁμιλῆ,
νά γελάη, νά ἀστειεύται ἤ καί νά ὀργίζεται μέ τούς γύρω του. Ὁ νοῦς τρέχει στά
βιοτικά, στίς ἐργασίες, στήν οἰκογένεια καί λοιπά. Ἡ ὀλεθρία καί ζημιογόνος
αὐτή ἐξοικείωσις ὀφείλεται σέ ἕνα αἴσθημα κόρου (μπούχτισμα) καί ἀποστροφῆς. Ὁ
κόρος ὅμως γιά τά θεῖα εἶναι δαιμονικό αἴσθημα,
πού μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν ἱερέα στήν ἀθεοφοβία καί τελικά στήν ἀπώλεια. |