Σελίδα 5 από 7 Στήν ὀρθόδοξο λειτουργία μας ἔχουμε ἕνα θαυμάσιο συνδυασμό ἱεροφωνίας καί
ἀφωνίας. Ἄλλοτε σιγᾶ ὁ λαός καί ἐκ-φωνεῖ ὁ λειτουργός. Καί ἄλλοτε σιγᾶ ὁ
λειτουργός καί ψάλλει ὁ λαός. Ὅμως, ἡ γλῶσσα καί ἡ φωνή αὐτή τῆς λατρείας δέν
εἶναι γήϊνη καί κοσμική, ἀλλά εἶναι γλῶσσα ἑνός ἄλλου κόσμου. Γιαὐτό καί σέ
μερικούς μέ κοσμικά κριτήρια εἶναι σχεδόν ἀκατάληπτη. Εἶναι θά λέγαμε τά
«ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 4). Μέσα στήν Ἐκκλησία
σωπαίνει ὁ ἀνθρώπινος λόγος καί ἀκούγεται ὁ θεανθρώπινος, δηλαδή ὁ
ἐκκλησιαστικός. Ἄν λοιπόν ἀφήσουμε τά θεανθρώπινα καί ἀρχίσουμε νά μιλᾶμε γιά
τά ἀνθρώπινα, τά κοινά καί βιοτικά, τότε ἡ λατρεία Τοῦ Θεοῦ μεταβάλλεται σέ
κοσμική ἀνθρώπινη συνάθροισι. Ἄνθελήσουμε νά κάνουμε μιά αὐτοκριτική, ὡς ὀρθόδοξο
ἐκκλησίασμα, θά βλέπαμε ὅτι στό σημεῖον αὐτό δέν θά μπορούσαμε νά πάρουμε καλό
βαθμό. Ἔχουμε δυστυχῶς κακοσυνηθίσει νά συζητοῦμε καί νά θορυβοῦμε, κατά τήν
διάρκεια τῆς θείας μας λατρείας. Ὁ λαός μας δέν βιώνει τήν λειτουργική σιωπή
καί ἡσυχία, γιαὐτό καί ἡ καρδιά του δέν αἰσθάνεται τήν ἐγγύτητα Ἐκείνου, πού
εἶπε: «οὖ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ
αὐτῶν». Τό θλιβερόν ὅμως εἶναι ὅτι σέ αὐτή τήν ἁμαρτωλή καί ἀσεβῆ συνήθεια,
ἔχουμε δυστυχῶς ἐμπλακεῖ καί ἐμεῖς οἱ κληρικοί. Καταλύουμε πολλές φορές, ἐν ὦρα
προσευχῆς καί παρουσίας Θεοῦ, τόν ἅγιο νόμο τῆς σιγῆς, μεταβάλλοντας τό ἱερό
βῆμα -θά τολμοῦσα νά πῶ- σέ ἐντευκτήριο. Συζητοῦμε ἄσχετα θέματα.
Ἀστειευόμεθα, γελοῦμε, κρίνουμε καί κατακρίνουμε τούς πάντας καί τά πάντα.
Ζήτημα εἶναι, ἄν σέ κάποια στιγμή, συνέλθουμε καί θυμηθοῦμε νά προσευχηθοῦμε.
Εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο νά συναντηθοῦν δύο ἱερεῖς ἤ ἀρχιερεῖς στό ἅγιο Βῆμα
καί νά μήν ἀρχίσουν τήν κουβέντα μεταξύ τούς ἤ μέ ἄλλους, ἀκόμη καί λαϊκούς.
Στίς δέ πανηγύρεις τῶν ναῶν, πού μαζεύονται πολλοί, ὁ φοβερός καί θεῖος τόπος
τοῦ θυσιαστηρίου, θυμίζει πλατεῖα. Θορυβοῦμε καί συζητοῦμε ἀκατάπαυστα. Ἐάν
δέ ἔξω γίνεται θεῖο κήρυγμα, τότε μέσα
στό ἱερό, δέν ἀκούγεται τίποτε ἄλλο, παρά ἕνα ἀπαίσιο καί λίαν ἐνοχλητικό
βουϊτό. Τό φαινόμενο αὐτό ἀποτελεῖ μεγίστη ἁμαρτία καί ἀσέβεια, πού προκαλεῖ
τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Καί ὀργή τοῦ Θεοῦ, κατά τόν ἅγ. Μάξιμο τόν ὁμολογητή,
σημαίνει σταμάτημα τῆς χορηγίας τῶν θείων χαρισμάτων. Οἱ συζητήσεις καί τά
πολλά λόγια -ἐκτός βεβαίως τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων- βγάζουν τόν λειτουργό τοῦ
Ὑψίστου ἀπό τό θεῖο του κλῖμα καί τόν
ὑποβιβάζουν πνευματικά. Ψυχραίνουν τόν ζῆλο του. Διασποῦν τόν νοῦ του, δέν τόν
ἀφήνουν νά ἀλλοιωθῆ ἐσωτερικά. Ἔτσι ἡ
θεία λειτουργία τελειώνει καί αὐτός μένει ἄδειος καί στεῖρος. Πρέπει ὅμως κάποτε τό κακό αὐτό νά σταματήση. Καί ἡ ἀρχή πρέπει νά γίνη
ἀπό ἐμᾶς, τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ θέα λειτουργοῦ
σιωπηλοῦ καί ἀφωσιωμένου, συγκλονίζει τούς πιστούς, τούς καθηλώνει, τούς
ἀνεβάζει καί τούς μεταρσιώνει. Εὐφραίνει
τούς ἀγγέλους καί εὐαρεστεῖ τόν Θεό. Ἐπιτρέψατέ μου, ἀπό τά ἄπειρα παραδείγματα τέτοιων ἐνθέων λειτουργῶν τοῦ
θυσιαστηρίου παλαιῶν καί νέων, νά ἐπιλέξω καί νά σταματήσω μπροστά στό
συγκλονιστικό παράδειγμα τοῦ Μ. Βασιλείου. Γράφει στόν βίο του ὁ ἅγ. Γρηγόριος
ὁ Θεολόγος, ὅτι κάποτε ὁ αὐτοκράτωρ Οὐάλης εὑρέθη τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων στήν
Καισάρεια. Ἐπεσκέφθη τήν Ἐκκλησία, ὅπου ἱερουργοῦσε ὁ Ἱεροφάντωρ Βασίλειος.
Μόλις μπῆκε μέσα στόν Ναό, ἐβρόντησαν τά αὐτιά του ἀπό τήν ὑπέροχη ὁμαδική
ψαλμωδία. Βλέποντας δέ τήν λαοθάλασσα τοῦ ἐκκλησιάσματος καί ὅλη τήν ἀγγελική
ἱεροπρέπεια, πού ὑπῆρχε γύρω ἀπό τό ἅγιο βῆμα, καθηλώθηκε κυριολεκτικά. Δέν
ἐπερίμενε νά συναντήση τέτοιο θέαμα. Ἡ ἔκπληξις ὅμως καί ὁ θαυμασμός του
κορυφώθηκαν, ὅταν, προχωρώντας πρός τό βῆμα, ἀντίκρυσε τήν σεπτή καί οὐράνια
μορφή τοῦ θείου Ἱεράρχου. Ὁ Μ. Βασίλειος ὄρθιος, μπροστά ἀπό τόν λαό, στητός
σάν κυπαρίσι πρό τοῦ θυσιαστηρίου, μετάρσιος καί σιωπηλός, ἱερουργοῦσε τό
πανάγιο Μυστήριο. Ὁ Οὐάλης θαμπώθηκε ἀπό τήν ἀκτινοβολία, ζαλίσθηκε καί λίγο ἔλειψε
νά σωριασθῆ στό δάπεδο, ἄν δέν ἔτρεχαν κάποιοι νά τόν στηρίξουν. Ἀλήθεια, πόσα
δέν μᾶς λέει αὐτό τό περιστατικό!
|