Σελίδα 1 από 5
Οἱ πειρασμοί τοῦ Πνευματικοῦ κατά τήν
ἐνάσκησι τοῦ ἔργου του Ἡ
ἀξία τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, ὡς μέσου λυτρώσεως καί θεραπείας
τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, εἶναι μεγάλη καί δεδομένη. Ἡ οὐσία τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου,
ὁ ὁποῖος ἔδωσε τό σωτήριο τοῦτο λουτρό, εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου
ἀπό τήν ἐνοχή καί τήν ὀδύνη τῆς ἁμαρτίας, μέσῳ τῆς μετανοίας. «Δεῦτε πρός με
πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, καγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» εἶπε (Ματθ. 12, 28).
Ὡς ἐκ
τούτου ἡ ποιμαντική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ἐνεργοποίησι τῆς μεγάλης
αὐτῆς δωρεᾶς, τῆς ἀφέσεως καί θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει μεγίστη σημασία καί
ἀνυπολόγιστο βάρος. Πρός τήν Ἐκκλησία ὁ Κύριος εἶπε διά μέσου τῶν Ἀποστόλων:
«ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε κεκράτηνται»
(Ἰω. 20,23). Τό ὄργανον
αὐτῆς τῆς τρομακτικῆς ἐξουσίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία οὔτε εἰς τούς ἀγγέλους
δέν ἔχει παραχωρηθῆ, ὡς ἀποκλειστικό δικαίωμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἐξομολόγος, ὁ
πνευματικός πατήρ, ὁ ἐπί τῆς μετανοίας πρεσβύτερος, ὅπως ἀπεκαλεῖτο στήν πρώτη
Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ
τούτου, μπορεῖ νά συνειδητοποιήση κανείς πόσον ἱερό καί ἅγιο καί πόσον μέγα
καί εὐθυνοφόρο εἶναι τό ἔργον τῆς ἐξομολογητικῆς διακονίας καί τῆς πνευματικῆς
πατρότητος, ἐφ’ ὅσον ἀσχολεῖται μέ τήν σωτηρία ψυχῶν ἀθανάτων «ὑπέρ ὦν Χριστός
ἀπέθανεν». Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ θεολόγος τό χαρακτηρίζει «τέχνη
τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν καί ἰατρική ἐκ τῶν δυσχερεστάτων». Πολλοί δέ
ὀνομάζουν τό ἔργον αὐτό «μυελό τῆς ἱερατικῆς διακονίας». Ἐάν δέ τό ἔργον αὐτό
ὀνομάζεται ἔτσι, τότε αὐτός πού καλεῖται νά τό ἀσκήση, δηλ. ὁ ἄξιος
πνευματικός, πρέπει νά θεωρῆται ὡς «ὁ μυελός τοῦ μυελοῦ». Κατά τήν
ἱεροτελεστία τοῦ θείου Μυστηρίου τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως συμμετέχουν
καί δροῦν τρία πρόσωπα. Πρῶτον, ὁ πνευματικός πατήρ, ὡς φορεύς τῆς ἱερωσύνης
καί ἀξιωμένος τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματος «τοῦ ἀναδέχεσθαι τάς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ».
Δεύτερον, ὁ ἐξομολογούμενος, πού ζητεῖ ἀπό τόν Κύριον τήν ἄφεσιν τῶν προσωπικῶν
του ἁμαρτιῶν. Καί τρίτον, ὁ Χριστός, παρών ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν ἀοράτως, ἀκούων καί
δεχόμενος τήν εἰλικρινῆ μετάνοιαν τοῦ
χριστιανοῦ καί συγχωρῶν αὐτῷ διά τοῦ
ἱερέως «εἴ τι ἐπλημμέλησεν ἑκούσιον ἤ ἀκούσιον ἁμάρτημα, ἐν λόγῳ ἤ κατά
διάνοιαν», ὅπως λέγει ἡ εὐχή. Μεταξύ τῶν
τριῶν αὐτῶν προσώπων τελεσιουργεῖται μία θεανθρώπινη διαπροσωπική σχέσις, πού
ἀποβλέπει στήν κάθαρσι καί ἀναγέννησι τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ. Γιαὐτό
πολύ συγκινητικός εἶναι καί ὁ διάλογος, πού διεξάγεται μεταξύ τους, ὅπως τόν
ἀποτυπώνει στό Μικρό Εὐχολόγιο ἡ ἀκολουθία τῶν ἐξομολογουμένων (Μικρόν
Εὐχολόγιον. Ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας σελ. 165). Ἐκ τῶν τριῶν αὐτῶν προσώπων ὁ
μόνος ἅγιος καί ἀπολύτως ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Χριστός. Τά δύο ἄλλα (πνευματικός
καί χριστιανός) εἶναι ἁμαρτωλοί, εἶναι συναμαρτωλοί, «ὡς σάρκα φοροῦντες καί
τόν κόσμον οἰκοῦντες». Ἡ θέσις τοῦ
πρώτου εἶναι μέν διακριτική, εἶναι ὅμως -ὅπως ἐλέχθη- κρίσιμη καί ὑπεύθυνη,
διότι αὐτός ἁμαρτωλός ὤν, καλεῖται νά
κρίνη τούς ἁμαρτωλούς. Ἐνῶ ἡ θέσις τοῦ δευτέρου, εἶναι ψυχολογικά μέν δύσκολη,
εἶναι ὅμως θά λέγαμε προνομιοῦχος. Διότι τοῦ δίνεται ἡ εὐεργετική δυνατότης νά
ἐξαγορεύση τίς ἁμαρτίες του, νά συγχωρηθῆ καί νά θεραπευθῆ. |