Σελίδα 3 από 5 2) Ἕνας
δεύτερος πειρασμός -κατά τήν γνώμη μας- εἶναι τό αἴσθημα τῆς ἀηδίας καί
ἀποστροφῆς ὄχι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Καί αὐτός βεβαίως εἶναι
παράγωγο καί προέκτασις τοῦ πρώτου. Διότι μέσα σέ αὐτά τά ἀρνητικά αἰσθήματα
κρύβεται κάποια ἐγωϊστική ὑποτίμησις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς εἰκόνος
τοῦ Θεοῦ, πού ὅσο καί ἄν εἶναι λασπωμένη καί μουτζουρωμένη, δέν παύει νά ἔχη
αἰωνία ἀξία. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἰατρός, προκειμένου νά θεραπεύση τόν πληγωμένο,
χωρίς κἄν νά συχαθῆ, βουτάει τά χέρια του μέσα στίς πληγές, τά αἵματα καί τά
πῦα καί πραγματοποιεῖ τήν ἐγχείρησι, ἔτσι καί ὁ πνευματικός. Δέν πρέπει νά
ὑποκύψη στόν πειρασμό νά ἐκδηλώση, οὔτε μέ λόγια, ἀλλά οὔτε καί μέ ἕνα
μορφασμό ἀκόμη, τήν ἀποστροφή του, πρός τά ἁμαρτήματα τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο
εἰδεχθῆ καί συχαμερά καί ἄν εἶναι. Ἐάν δέ τύχη καί τόν συναντήση ἔξω τοῦ
ἐξομολογητηρίου καί τότε, κατ’ οὐδένα τρόπο, δέν πρέπει νά τοῦ δείξη ὅτι
ἐνθυμεῖται τά ὅσα τοῦ ἐξωμολογήθη. 3) Τρίτος
ἔρχεται ὁ πειρασμός τῆς περιεργείας. Ὑπό τόν πειρασμό αὐτόν ἐννοοῦμε τήν ἔντονη
ὑποσυνείδητη ἐπιθυμία τοῦ πνευματικοῦ νά μάθη τά πράγματα τοῦ ἄλλου, τά κρυπτά,
ἀτομικά, οἰκογενειακά, ἐπαγγελματικά ἤ καί περιουσιακά θέματα τῆς ζωῆς του. Δέν
τοῦ ἀρκεῖ ἡ καθαρῶς ἐξομολογητική καί μετανοητική ἔκθεσις τῶν πεπραγμένων τοῦ
ἐξομολογουμένου ἀλλά, χρησιμοποιώντας ἴσως καί μερικές ἄκαιρες καί
παρεξηγήσιμες ἐρωτήσεις, προσπαθεῖ νά ἀντλήση ἀπό τό Μυστήριο πληροφορίες, πού
τροφοδοτοῦν ἁπλῶς τήν ἔνοχη περιέργειά του. Ἔτσι τό θεῖο καί ἀπόρρητο αὐτό
Μυστήριο, μεταβάλλεται σέ κοινή ἀνθρώπινη συζήτησι ἤ καί σέ φθηνό
κουτσομπολιό, μέ ἐκφράσεις ἐλεύθερες, ἀκόμη καί μέ γέλοια. Τό ἐπίπεδό του τότε
πέφτει πολύ χαμηλά, χωρίς νά ἀφήση τά σωτήρια ἴχνη του στήν ψυχή, προσφέροντας
ἔτσι μεγάλη χαρά στόν Πειραστή. 4) Τέταρτο
σοβαρό πειρασμό καί κίνδυνο γιά τόν πνευματικό θεωροῦμε τήν ὑποκειμενικότητα
στήν κρίσι του γιά τά σφάλματα καί τίς πτώσεις τοῦ πιστοῦ. Ὁ Διάβολος τόν
πειράζει βάζοντάς του τόν λογισμό νά κρίνη «ἐξ ἰδίων τά ἀλλότρια». Δηλαδή γιά
σφάλματα, στά ὁποῖα καί ἐκεῖνος δυνατόν νά εἶναι ἔνοχος, τόν παρακινεῖ νά δείξη
μιά ἀνεπίτρεπτη ὑποτίμησι, ἀδιαφορία καί ἀνοχή, μέ τήν φρᾶσι: «ἔ, δέν εἶναι
τίποτε αὐτό παιδί μου, ὅλοι τό κάνουν». Ὅμως δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά κρίνουμε τήν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου, βάσει τῶν
προσωπικῶν μας ἀντιλήψεων ἤ καί παραβάσεων, ἀλλά βάσει τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καί
τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει τό ἑξῆς χαρακτηριστικό περιστατικό: «ἕνας
χριστιανός ἠρώτησε ἕνα σοφόν ἐάν εἶναι αἱ αὐταί ἁμαρτίαι εἰς διαφόρους τόπους.
Ὁ σοφός τοῦ εἶπε ὅτι αἱ αὐταί εἶναι, διότι ὁ Θεός εἶναι ὁ αὐτός εἰς διαφόρους
τόπους. Τότε τοῦ λέγει ὁ χριστιανός. Πῶς λοιπόν ἐγώ διά τάς αὐτάς ἁμαρτίας,
ὅπου ἔκαμα εἰς διαφόρους τόπους, ἐκανονίσθηκα διαφορετικά; Διότι, ὅταν ἤμουν
εἰς τόν τάδε τόπον, ὁ ἐκεῖ πνευματικός διά τήν μέθην τελείως δέν μέ ἤλεγξε,
ἀλλά διά τήν πορνείαν, τόσον σφοδρά μέ ἐπέπληξεν ὅπου ἡ ἐπίπληξις ἐστάθη ἀρκετή
νά μέ ἐμποδίση ἀπό τήν ἁμαρτίαν. ὅταν δέ ἤμουν εἰς τόν τάδε τόπον, ὁ ἐκεῖ
πνευματικός διά τήν πορνείαν οὔτε μία ψιλήν νουθεσίαν δέν μοῦ εἶπε, διά δέ τήν
μέθην πολλά μέ ἤλεγξεν καί μέ ἐκανόνισε». Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος: «Μανθάνομεν δέ
ἀπό τοῦτο, ὅτι οἱ πνευματικοί οὖτοι, εἰς μέν τά πάθη ὅπου εἶχαν καί αὐτοί,
ἔκαναν συγκατάβασιν ὑπερβολικήν, εἰς δέ τά πάθη ἐκεῖνα ὅπου δέν εἶχαν ἔκαναν
τόν πρέποντα ἐλεγμόν». |