Σελίδα 4 από 5 Ἕνας δέ
ἐπιφανής κληρικός καί ψυχίατρος ὑποστηρίζει σχετικά: «Τό συνηθέστερο αἴτιο τῆς
ἐλαστικότητος, κατά τήν ἐξομολόγησι, εἶναι ἡ ἔνοχη συνείδησις τοῦ ἐξομολόγου.
Προβλήματα ἐνοχῆς μας, πού δέν ἐπιλύθηκαν κατά τόν σωστό τρόπο, δηλ, τῆς
βαθειᾶς καί εἰλικρινοῦς μετανοίας, δέν ἐπιτρέπουν στήν συνέχεια νά διαμορφώσωμε
ἀντικειμενική κρίσι περί τοῦ ἐξομολογουμένου καί νηφάλια ἀντιμετώπισί του,
ἀλλά ἐξωθοῦν πρός τήν συνεχῆ μετάθεσι τῶν ὁρίων ἐπιεικείας. Καί τοῦτο, διότι ἡ
ἀποδοκιμασία τῶν ἰδίων μας πράξεων καί αὐτή εἶναι ὀδυνηρή. Ἀλλά ἡ ἔνοχη
συνείδησι ἐνίοτε συντελεῖ καί στό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, στήν αὐστηρότητα, μέσω
ἑνός σαδιστικοῦ ὑπερεγώ, πού μεταφέρει τόν σαδισμό καί πρός τόν ἄλλον». Τό πρέπον
λοιπόν ἐν προκειμένω εἶναι: νά ὑποδεικνύη ὁ πνευματικός στόν χριστιανό τήν
βαρύτητα μέν τῆς πτώσεώς του, ταυτοχρόνως ὅμως νά τοῦ ἐμπνέη καί τήν ἐλπίδα
στό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. 5) Ὡς
πέμπτο πειρασμό τοῦ πνευματικοῦ θεωροῦμε τόν πειρασμό τῆς ὀργῆς. Ὅταν ὁ
ἐξομολόγος δέν εἶναι ἄνθρωπος ἐσωτερικῆς εἰρήνης, πραότητος καί ἀπαθείας, τότε
εἶναι δυνατόν ὁ Διάβολος νά τόν προσβάλη καί νά τοῦ διεγείρη τό πάθος αὐτό μέσα
στήν καρδιά του, ἀλλά ἀκόμη νά προβαίνη καί σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Νεῦρα,
ἔντασις τῆς φωνῆς, χειρονομίες κ.λ.π. Ὁ ἐξομολογούμενος χριστιανός, χωρίς νά
βιώνη τήν πραγματική μετάνοια, ἴσως νά μένη ἀδιόρθωτος σέ μερικά σοβαρά ἁμαρτήματα,
ἤ τό χειρότερο νά προσπαθῆ νά τά δικαιολογήση, φθάνοντας πολλές φορές σέ
ἀντιλογία καί ἀντιδικία μέ τόν πνευματικό. Τοῦτο συμβαίνει συνήθως ὅταν
πρόκειται γιά ἁμαρτήματα διαπροσωπικῶν
σχέσεων τῶν συζύγων, ἀδελφῶν, συγγενῶν, κ. ἄ. γνωστῶν, τίς ὁποῖες ἴσως δέν
θέλουν νά τακτοποιήσουν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά τό δικό τους. Ἀλλά
δέν εἶναι σπάνιες καί οἱ φορές, πού ὁ χριστιανός θά ἐπιτεθῆ καί κατά τοῦ
πνευματικοῦ, θίγοντας καί κρίνοντας τήν ζωή του, τήν οἰκογένειά του ἤ τό ἔργον
του. Οἱ στιγμές
αὐτές εἶναι ὄντως δύσκολες γιά τόν ἱερέα. Γιατί ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς καί τοῦ
ἔργου του θά θελήση νά δημιουργήση δυσαρέσκεια στήν καρδιά του κατά τοῦ
πνευματικοῦ του τέκνου, ἴσως δέ καί ἀντιπάθεια. Ἐάν δέ δέν λειτουργήση μέσα του
ὁ νόμος τῆς ἀγάπης, τῆς ἀνοχῆς καί τῆς ἐπιεικείας, τότε δέν ἀποκλείεται,
κάνοντας κατάχρησι τῆς πνευματικῆς του ἐξουσίας, ἤ νά τόν ἀποδιώξη (καί τότε
ποῦ πάει τό: «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω», Ἰω. 6, 37) ἤ νά τόν
κανονίση αὐστηρά καί ἀδιάκριτα, δίνοντας τήν ἐντύπωσι ὅτι τόν ἐκδικεῖται. 6) ἔκτος
πειρασμός εἶναι ἡ κόπωσις. Ὁ πνευματικός εἶναι καί αὐτός ἀδύνατος ἄνθρωπος.
Κόποι, προβλήματα, σπῆτι, ἐργασίες, ἀσθένεια τυχόν, ἀκόμη καί πολύωρη παραμονή
στό ἐξομολογητήριο, πού ὄντως καταπονεῖ, ἴσως δημιουργήσουν τό αἴσθημα τῆς
κοπώσεως, τῆς βαρυεστημάρας, ὅπως λέμε, καί τῆς ἀδημονίας πότε νά τελειώση.
Εἶναι καί αὐτό συχνά ἀπό τόν Διάβολο. Μᾶς βάζει δυσαρέσκεια ὅταν βλέπουμε νά
ἔρχωνται πολλοί νά ἐξομολογηθοῦν -ἰδίως κατά τίς τεσσαρακοστές- ὅταν ἀργοῦν νά
τά ποῦν ἤ θέλουν νά τούς ρωτᾶμε καί μᾶς πιάνει μιά νευρικότης, πού μᾶς κάνει
νά τελειώνουμε τήν ἐξομολόγησι ὅπως - ὅπως. Αὐτό τό ἀντιλαμβάνονται οἱ πιστοί
μας καί ἀναγκάζονται -ἴσως γιά νά μή μᾶς κουράσουν- νά συντομεύουν καί ἔτσι νά
μένουν σχεδόν ἀνεξομολόγητοι. Φυσικά μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ Διαβόλου ἀπό αὐτήν
δέν ὑπάρχει, γιατί ἔτσι καί τόν πνευματικό κολάζει, ἀλλά καί τόν χριστιανό ἀπομακρύνει
ἀπό τήν σωτηρία του. Στήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ ἱερέως πνευματικοῦ γιά τίς
ψυχές καί ἡ προσευχή του πρός τόν Κύριο, ὁπλίζουν τόν διάκονο αὐτό τοῦ
Μυστηρίου τῆς σωτηρίας, μέ ὑπομονή καί πνεῦμα θυσίας, γιά τήν ὁποίαν ὁ Κύριος
δέν θά τόν ἀφήση χωρίς μισθό. Καί ὁ μισθός αὐτός καμμιά φορά μπορεῖ νά εἶναι ἡ
χαρά πού δοκιμάζει ὅταν ἔρχεται ἡ τελευταία ψυχή καί κάνει μιά τέλεια καί συγκινητική
ἐξομολόγησι. 7) ἕβδομον.
Στήν ἐξομολόγησι, ὡς γνωστόν, προσέρχονται ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας καί παντός
φύλου: ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, νέοι καί νέες. Ἡ δομή τοῦ Μυστηρίου στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι κατ’ ἀνάγκην διαπροσωπική. Εἶναι συνάντησις καί
κοινωνία προσώπων, μέ ἀπόλυτα μυστικό χαρακτῆρα. Οὐδείς τρίτος ἐπιτρέπεται νά
παρίσταται. Αὐτός
λοιπόν ὁ μυστικός καί ἀπόρρητος τρόπος διεξαγωγῆς τοῦ Μυστηρίου, ἐνῶ ἀπό τήν
μιά πλευρά τοῦ προσδίδει μιά ἱερότητα καί ὑποβολή πού πολύ βοηθάει στήν μετάνοια
καί τήν κατάνυξι τοῦ ἐξομολογουμένου, ἀπό τήν ἄλλη, μπορεῖ νά ἀποβῆ πειρασμός
γιά τόν πνευματικό, ἐξ αἰτίας τοῦ προσώπου ἤ τῶν ὅσων αὐτό ἐξομολογεῖται. Ἡ
συζήτησις ἐν κρυπτῷ δύο ἑτεροφύλων, πάντοτε ἐγκλείει ἠθικούς κινδύνους. Αὐτήν
τήν ἐπικινδυνότητα λοιπόν ἴσως ἐκμεταλλευθῆ καί ὁ Διάβολος, γιά νά πειράξη τόν
δοῦλο τοῦ Θεοῦ, στά διάφορα ἐπίπεδα τῆς πτώσεως, εἴτε δηλ. στό ἐμπαθές βλέμμα,
εἴτε στόν πονηρό λογισμό, εἴτε στό συναισθηματικό ἐπίπεδο, εἴτε τέλος - ὁ Θεός
νά φυλάξη- καί στήν κατ’ ἐνέργειαν ἁμαρτία. ἄν μάλιστα ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι καί ὁ
ἱερεύς εἶναι ἄνθρωπος σάρκα φορῶν καί δή ἄνδρας καί ἴσως νέος (γιαὐτό εὐκταῖον
εἶναι νά μή ἀναλαμβάνουν ἱερεῖς κάτω τῶν πενῆντα ἐτῶν), χωρίς νά λείπουν
δυστυχῶς καί τά κρούσματα γερόντων ἀπροσέκτων. Ὅταν ἐπίσης ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν τό
γεγονός ὅτι πολλές γυναῖκες προσέρχονται ὄχι καί πολύ σεμνές, ἤ ὄχι καί μέ καλή
στάσι, τότε ὁ κίνδυνος διαγράφεται μέγας, ἄμεσος καί ἀπειλητικός. Ἄς
προσθέσουμε σ’ αὐτά ἀκόμη καί τό ὅτι πολλά πρόσωπα, προσκολλῶνται
συναισθηματικά στόν πνευματικό, ἄν εἶναι μάλιστα νέος καί διαθέτει καί ἄλλα
ἐξωτερικά προσόντα, τότε ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά πῶ ὅτι κατά κάποιον τρόπον τόν
ἐρωτεύονται (στήν ἀρχή ὄχι τόσο μέ κακό σκοπό), ἐπιδιώκοντας νά τόν συναντοῦν
συχνά στήν ἐξομολόγησι ἤ καί ἐκτός αὐτῆς. Δέν άποκλείεται δέ ὡρισμένα πρόσωπα,
ἐνεργούμενα τοῦ Διαβόλου, νά προσέρχωνται μέ κακό καί πονηρό σκοπό, ἐξεπίτηδες,
γιά νά στήσουν παγῖδα στόν διάκονον τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἀφ’ ἑαυτοῦ
των, εἴτε ὡς ἐγκάθετοι ἄλλων. Ὁ
ἀνύποπτος, ἤ ἀπρόσεκτος καί ἀκαλλιέργητος πνευματικός, ἐπηρεαζόμενος τυχόν ἀπό
αὐτά, ἴσως κατ’ ἀρχήν νά ἐμπέση στήν παγῖδα τῆς περιεργείας -ὅπως εἴπαμε- μέ τό
νά θέλη νά ἀκούη γύρω ἀπ’ αὐτά, μέ κάποια ἐνήδονη ἐσωτερική διάθεσι, ἤ νά
προβαίνη σέ ἀδιάκριτες καί προκλητικές ἐρωτήσεις πρός τόν ἐξομολογούμενον, γιά
νά τήν ἱκανοποιῆ. Καί δέν ἀποκλείεται, ὡς ἑπόμενο βῆμα, μέ τήν δικαιολογία
κάποιας ἐκδηλώσεως ἀγάπης πατρικῆς, ἐνθαρρύνσεως καί παρηγορίας του, νά
μεταχειρισθῆ κάποια γλυκόλογα, κάποιες θωπεῖες, γιά νά φθάσουμε κάποτε καί σέ
κάποιες χειρονομίες κ.λ.π. Εἶναι φανερό ὅτι ὅταν τά πράγματα φθάνουν πλέον
ἐκεῖ, ἐμπρός τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἐξομολογουμένου, ἔχει ἀνοιχθῆ χαῖνον
τό βάραθρον τῆς ἀπωλείας, τό ὁποῖον περιμένει νά καταπιῆ τόν δυστυχῆ πνευματικό,
ὁ ὁποῖος στήν προσπάθειά του νά σώση τόν ἄλλον ἀπό βέβαιο πνιγμό, στό τέλος, ἐξ
ἀπροσεξίας του, καταποντίζεται ὁ ἴδιος. |