Τά βασικά δόγματα |
Σελίδα 11 από 24 Ακολουθεί η περιγραφή της μέλλουσας
κρίσεως και της αιώνιας Βασιλείας του Θεού. Με εμφανή την παύλεια επίδραση ο
Ειρηναίος παραθέτει συνοπτικά εδώ το κήρυγμα της αρχέγονης Εκκλησίας το οποίο
φανερώνει την πλήρη και απόλυτη συνειδητή πίστη της στον Τριαδικό Θεό, Πατέρα,
Υιό και ΄Αγιο Πνεύμα. Η περί Θεού διδασκαλία του Ωριγένη Η Τριαδολογία
του Ωριγένη είναι ιδιόμορφη, επηρεασμένη από την φιλοσοφία της εποχής του (π.χ.
τον μεσοπλατωνισμό του Νουμηνίου). Διακρίνει ο Ωριγένης μεταξύ του Πατρός ως
Θεου καθεαυτού, τον οποίον ονομάζει «αὐτόθεον» και αυτού που είναι έξω του, θεούμενο
εκ μετοχής και αποκαλούμενο απλώς Θεός, αλλά όχι ο Θεός. Αυτή η θέση ανήκει στον
«πρωτότοκο πάσης κτίσεως», τον Λόγο,
τον οποίο θεωρεί εικόνα του πρωτοτύπου που είναι ο Πατήρ, και για τον οποίο
πιστεύει πως δεν θα έμενε Θεός αν δεν παρέμενε σε κατάσταση θεωρίας της «Πατρικής αβύσσου» (Com. Joh., II, 2. Βλ. επίσης Com.
Joh. XIII, 25, Com
Mth XV, 10). Πρόκειται
για θέση εμπνευσμένη από τον Φίλωνα, (De Somniis, I, 230).Ο
Λόγος είναι ανώτερος από όλα τα πνευματικά όντα, μόνος αυτός γνωρίζει τον
Πατέρα (Com Joh. XXXII, 28) και
κάνει το θέλημά του (Χ, 35), δεν κατέχει όμως την θεότητα από μόνος του παρά
την λαμβάνει από τον Πατέρα και την διαχέει προς τα άλλα όντα. Παρομοίως το
Πνεύμα είναι κατώτερο από τον Πατέρα και ανώτερο των κτισμάτων και μαζί με τον
Λόγο συνιστούν μια ενδιάμεση τάξη μεταξύ Πατρός και Δημιουργίας. Είναι όντα
θεία, αλλά διακεκριμένα σαφώς και κατώτερα από τον Πατέρα, ως προς την ουσία,
την δύναμη και τις άλλες τους ιδιότητες. Πρόκειται για την εμφάνιση του subordinationismus, της θεωρίας της υποταγής του Υιού και
του Πνεύματος στον Πατέρα. Ο Ωριγένης, μιλώντας περί Πατρός και Υιού δεν
διστάζει να μιλήσει για «δύο Θεούς»,
αποκρούονται έτσι τον modalismus και
παρέχοντας πλήρη προσωπικότητα στον Λόγο, πλήν όμως υποβιβάζοντας τον (μ’ έναν
τρόπο πού προαναγγέλλει τον αρειανισμό) σ’ έναν ετερούσιο του Πατρός «θεωρό»
της «πατρικής αβύσσου». Αυτή η τελευταία θέση συνθέτει πράγματι πλήν
του Φίλωνος και τις σχετικές θέσεις του Αλβίνου και, όπως έχει παρατηρηθεί, τις
αντιλήψεις περί δημιουργικής contemplatio (θεωρίας)
του Πλωτίνου, του Ενός από μέρους του Νου, του Νου από μέρους της Ψυχής. Ας
προστεθεί σ’ αυτά πως κατά στωική επίδραση ο Ωριγένης βλέπει μια φυσική
συγγένεια μεταξύ του Λόγου και των Ψυχών, λόγω της συγγένειάς τους, ως «πνευμάτων». ή διαφορά μεταξύ
τους είναι κυρίως διαφορά μετοχής – δια «θεωρίας»-
στον μόνο αληθινό Θεό, τον Πατέρα. Ας σημειωθεί, επιπλέον, στο σημείο
αυτό πως, στη σκέψη του Ωριγένη, καθώς ο Λόγος είναι αιώνιος και ο Πατήρ
παντοδύναμος και παντοκράτωρ, ο κόσμος ως κατ’ αρχήν σύνολο πνευματικών ψυχών, είναι επίσης αιώνιος, συν-αιώνιος με τον
Θεό, ως αντικείμενο αιώνιο της παντοκρατορίας του (Περί Αρχών, ΙΙ, 9, 6.
Ι, 8, 4, De Hom. Op., 28, De An. Et Res. P.G. XLVI, 1.2.2. Οι Τριαδολογικές διαμάχες κατά τον 4ο
αιώνα. Άρειος και Μ. Αθανάσιος Ο ΄Αρειος
εκπροσωπεί έναν αυστηρό μονοθεϊσμό: «Οἴδαμεν
ἕναν Θεόν», που είναι μόνο αυτός αγέννητος, αϊδιος, άναρχος και αθάνατος
(Αρείου, Επιστολή προς Αλέξανδρον, στο Μ. Αθανασίου, Περί Συνόδων, 16).
Κατ’ αρχήν ο Θεός δεν ήταν Πατήρ μη
έχοντας κανέναν Υιόν. Εγινε τέτοιος όταν θέλησε να δημιουργήσει τον κόσμο για χάρη αυτής της προθεσεώς Του
έφτιαξε κατ’ αρχή ένα όν το Υιό, ή Λόγο
ή Σοφία. Το πρώτο αυτό όν έγινε και αυτό επίσης εκ του μηδενός και είναι
κτίσμα, ετερούσιος, άλλης δηλαδή ουσίας ως προς τον Πατέρα. «Καί
αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε· καί ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν καί οὐκ ἦν
πρίν γένηται ἀλλ᾿ ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός. ῏Ην γάρ, φησι, μόνος ὁ
Θεός καί οὔπω ἦν ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία. Εἶτα θελήσας ἡμᾶς δημιουργῆσαι, τότε δή
πεποίηκεν ἕνα τι- να καί ὠνόμασεν αὐτόν Λόγον καί Σοφίαν καί
Υἱόν, ἵνα ἡμᾶς δι᾿ αὐτοῦ δημιουργήσῃ » (Αρείου,
Θαλία, στο Αθανασίου, Κατά Αρειανών, 1,5.) (Κι αυτός ο
ίδιος ο Λόγος του Θεού, έγινε από το μηδέν. Και υπήρξε κάποτε μια χρονική
στιγμή κατά την οποία Αυτός δεν υπήρχε και δεν υπήρχε προτού δημιουργηθεί, αλλά
υπάρχει και γι’ Αυτόν μια (χρονική) αρχή στην ύπαρξή Του. Λέγει (ενν. η Γραφή)
πως ήταν ο Θεός κατ’ αρχήν μόνος Του, χωρίς να υπάρχει ο Λόγος και η Σοφία.
Κατόπιν θέλοντας να δημιουργήσει εμάς, τότε ακριβώς έφτιαξε κάποιον που τον
ονόμασε Λόγο και Σοφία και Υιό, με σκοπό να δημιουργήσει εμάς μέσω Αυτού.) Διακρίνουμε στη θεολογία του Αρείου
την ωριγενική θεωρία της υποταγής του Υιού στον Πατέρα, καθώς και την στενή και
απόλυτη σχέση Λόγου και Δημιουργίας που συναντήσαμε στους Απολογητές. Φυσικά με
μια τέτοια διδασκαλία είναι πλέον αδύνατη η πίστη στην Αγία Τριάδα, εφ’ όσον
μόνον ο Πατήρ είναι αληθινός και προαιώνιος Θεός, όπως είναι αδύνατη (και η
θέωση του ανθρώπου εφ΄ όσον ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά πρόσωπο μεγάλης ηθικοπνευματικής
τελειότητας, το οποίο ως εκ τούτου βρίσκεται εγγύς του Θεού, όντας βέβαιος
ετερούσιο ως προς Αυτόν. Η θεολογία του Μ. Αθανασίου
αντιπροσωπεύει μια συστηματική αναίρεση της αρειανικής αιρέσεως, αναίρεση η
οποία είναι ταυτόχρονα και θεολογική δημιουργία πολύ σημαντική. Ο Μ. Αθανάσιος
επιθυμεί να καταστήσει σαφές πως ο Πατήρ και ο Υιός είναι μεταξύ τους «῾Ομοούσιοι». Λέγει λοιπόν : «ἀνάγκη
λέγειν τό ἐκ τῆς οὐσίας του Πατρός ἴδιον
αὐτοῦ σύμπαν εἶναι τόν Υἱόν· τό γάρ ὅλως μετέχεσθαι τόν Θεόν, ἴσον ἔστι
λέγειν ὅτι καί γεννᾶ· τό δέ γεννᾶν τί
σημαίνει ἤ Υἱόν;» (Κατά ᾿Αρειανῶν, 1,
16). (Είναι ανάγκη
να παραδεχτούμε ότι το ιδιαίτερο γνώρισμα της ουσίας του Πατρός είναι ο Υιός.
Το να λέμε ότι ο Θεός μετέχεται ολοκληρωτικά είναι το ίδιο σα να λέμε ότι γεννά.
Το δε να γεννά τι άλλο σημαίνει παρά πως έχει Υιόν;). Ο Υιός αντιπροσωπεύει την καθολική
μετοχή της ουσίας του Πατρός εις τρόπον ώστε η ύπαρξή
Του να αποτελεί θεμελιώδη χαρακτήρα της ουσίας του Πατρός· και η πατρική ουσία είναι κοινωνική, μετεχόμενη,
εκχωρούμενη «τό δέ ἐκ τοῦ Πατρός μετεχόμενον, τοῦτο ἔστιν ὁ Υἱός». Αν οΥιός
λοιπόν δεν υπήρχε αϊδίως τότε «τό τέλειον καί πλῆρες τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας ἀφαιρεῖται». (1, 20) - η πιθανότητα να μην μετέχεται, να μην
εκχωρείται, να μην κοινωνείται η ουσία του Πατρός, την αναιρεί ως τοιαύτη. Πρόκειται για μία νέα πράγματι αντίληψη για την ουσία του Θεού, που σημειώνεται εντέλει με τον
όρο «ὁμοούσιο» (βλ. π.
Νικολάου Λουδοβίκου, 21999, σς. 258-300) |