Τά βασικά δόγματα |
Σελίδα 12 από 24 Ο
Πατήρ είναι ομοούσιος προς τον Υιόν, διότι αν δέν συμβαίνει αυτό η Τριαδικότητα
του Θεού, ο βιβλικός Θεός καταλύεται· «Εἰ γάρ οὐκ ἀϊδίως συνέστη ὁ Λόγος τῷ
Πατρί, οὐκ ἐστιν ἡ Τριάς ἀϊδιος ἀλλά μονάς μέν ἦν πρότερον, ἐκ προσθήκης δέ
γέγονεν ὕστερον Τριάς, καί προϊόντος τοῦ χρόνου κατ᾿ αὐτούς ηὔξησε καί συνέστη τῆς θεολογίας ἠγνῶσις». (1, 17). (Αν δεν
υπήρχε ο Λόγος στον Πατέρα, τότε η Τριάδα δεν είναι αιώνια, αλλά ήταν πρώτα
μονάδα και μετά με κάποια προσθήκη έγινε έπειτα Τριάδα και με την πάροδο του
χρόνου, σύμφωνα μ’ αυτούς, αυξήθηκε και συγκροτήθηκε η γνώση του Θεού.) Αρα «ἦν ὅτε οὐκ ἦν Τριάς ἀλλά μονάς·
καί ποτε μέν ἐλλιπής Τριάς ποτε δέ πλήρης ἐλλιπής μέν πρίν γένηται ὁ Υἱός,
πλήρης δέ ὅταν γέγονε». (Υπήρχε κάποτε
μια στιγμή που δεν υπήρχε Τριάδα και κάποτε μεν η Τριάδα ήταν ελλιπής άλλοτε δε πλήρης. Ελλιπής προτού υπάρξει ο Υιός, πλήρης δε όταν υπήρξε). Συνεπώς, αν η κτίση δημιουργείται με μόνη την βούληση
του Πατρός ο Υιός γεννάται εκ της ουσίας Του · «ὁ υἱός ἴδιον τῆς οὐσίας γέννημα ἐστι, διό καί τό μέν ποίημα οὐκ
ἀνάγκη ἀεί εἶναι, ὅτε γάρ βούλεται ὁ δημιουργός ἐργάζεται, τό δέγέννημα οὐ βουλήσει
ὑπόκειται, ἀλλά τῆς οὐσίας ἐστιν ἰδιότης» (1, 29). (Ο Υιός είναι
ιδιαίτερο γέννημα της ουσίας, γι' αυτό και το δημιούργημα δεν είναι ανάγκη να
υπάρχει πάντοτε αφού ο δημιουργός το φτιάχνει όποτε θέλει. Το γέννημα όμως δεν
οφείλεται στη βούληση, αλλά είναι ιδιότητα της ουσίας). Επομένως «τό
γέννημα ἐάν μή ἀεί συνῇ τῷ Πατρί, ἐλάττωμα τῆς τελειότητος τῆς οὐσίας αὐτοῦ
ἐστιν» (1, 29) ( Το γέννημα αν δεν υπάρχει πάντοτε μαζί με τον Πατέρα, τότε αυτό σημαίνει ένα ελάττωμα όσον αφορά στην τελειότητα της ουσίας Του.) και αφού «τό Πατήρ δηλωτικόν ἐστι τοῦ Υἱοῦ, (1, 33), ( το όνομα
Πατέρας σημαίνει έναν Υιό) ἄρα «τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός οὔσης ἀτρέπτου, ἄτρεπτον
ἄν εἴη καί τό ἐξ αὐτῆς ἴδιον γέννημα» (1, 35). (επειδή η
ουσία του Πατέρα είναι αναλλοίωτη, άρα είναι αναλλοίωτο και το ιδιαίτερο
γέννημά της) Το ομοούσιο αποτελεί δηλαδή την ίδια την πραγματικότητα της
πληρότητας της Θείας Ουσίας ως κοινωνικώς μετεχομένης και με τον τρόπον αυτό
«τελείας». Η τελειότητα της Οὐσίας του Θεού εκφράζεται με την δυνατότητα της
ομοούσιας υποστατικής εκχωρήσεώς της στον Υιό (και φυσικά και το Αγιο Πνεύμα). Η διδασκαλία της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της
Νικαίας (325) Μετά από δραματικές
συζητήσεις για τις οποίες μας πληροφορεί η Εκκλησιαστική Ιστορία μας η Ιστορία
Δογμάτων η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εξέδωκε το παρακάτω Σύμβολο, στο οποίο
αναγνωρίζουμε την σφραγίδα κυρίως της θεολογίας του Μ. Αθανασίου καθώς επίσης
του Οσίου Κορδούης, του Μακαρίου Αλεξανδρείας και του Ευσταθίου Αντιοχείας. «Πιστεύομεν
εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καί ἀοράτων ποιητήν. «Καί
εἰς ἕναν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πα- τρός μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ
ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τά πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ
γῇ· τόν δι᾿ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καί
σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα, ἀνελθόντα εἰς τούς
οὐρανούς, καί ἐρχομένον κρῖναι ζώντας καί νεκρούς. «Καί
εἰς τό ῞Αγιον Πνεῦμα. «Τούς
δέ λέγοντας «ἦν ποτε ὄτε οὐκ ἦν» καί «πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν», καί ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο, ἤ «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως» ἤ
«οὐσίας» φάσκοντας εἶναι ἤ «κτιστόν», ἤ «τρεπτόν», ἤ «ἀναλλοίωτον» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ,
ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί ᾿Αποστολική ᾿Εκκλησία» (MCC. II 665) (Πιστεύουμε
σε ένα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα, που
έφτιαξε όλα τα ορατά και τα αόρατα. Και σε ένα Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του
Θεού που γεννήθηκε μονογενής από τον Πατέρα, δηλαδή από την ουσία του Πατέρα,
Θεό από Θεό, φως από φως, αληθινό Θεό από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε, δεν
δημιουργήθηκε, ομοούσιο με τον Πατέρα, με τον οποίο έγιναν όλα όσα είναι στον ουρανόκαί όσα είναι στη γη·
που για μας τους ανθρώπους και την σωτηρία μας κατήλθε και σαρκώθηκε και έγινε
άνθρωπος, έπαθε και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, ανήλθε στους ουρανούς και θα
έρθει να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς. Και στο Άγιο Πνεύμα. Αυτούς δε που λένε
«ήταν κάποτε που δεν υπήρχε» και «προτού γεννηθεί δεν υπήρχε» και «έγινε από το
μηδέν» ή λένε πως αποτελείται από άλλη υπόσταση ή ουσία, ή ότι είναι
«δημιουργημένος» ή «μεταβλητός» ή «αναλλοίωτος» ο Υιός του Θεού, αυτούς όλους η
καθολική και αποστολική Εκκλησία τους αναθεματίζει) Ο όρος αυτός της Συνόδου της Νικαίας δεν έφερε λύση σε όλα τα
θεολoγικά προβλήματα. ΄Επρεπε να διευκρινισθεί
περαιτέρω. Από τους όρους που χρειάζονταν περαιτέρω διασάφηση ήταν κατ΄ αρχή ο
ίδιος ο όρος «ουσία» . Για τους
νεοπλατωνικούς ουσία σήμαινε εκείνο που είναι γενικό και κοινό. Για τους
στωικούς ο ίδιος όρος δήλωνε το υπόστρωμα, κοινό άνευ ειδικών ιδιοτήτων, ή
ακόμη την ύλη, πρίν λάβει αυτή διακριτές μορφές. Η κυρία χρήση όμως της λέξεως
κατά την εποχή εκείνη είναι σαφώς αριστοτελική. Για τον Αριστοτέλη οφείλουμε να
διακρίνουμε ως γνωστό μεταξύ «ουσίας
πρώτης» και «ουσίας δευτέρας».
Στην πρώτη περίπτωση υπονοούμε την ατομική και ιδιαίτερη ύπαρξη, την
ατομικότητα στις αμετάβλητες ιδιότητες της πού την καθιστούν τοιαύτη. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για κοινόν
είδος πού συνοψίζει τις επιμέρους κοινές ιδιότητες. Επομένως «ουσία» στην
αριστοτελική παράδοση σημαίνει όχι μόνον ουσία αλλά και συγκεκριμένη ατομική
ύπαρξη. |