Τά βασικά δόγματα |
Σελίδα 15 από 24
1.3.1 Ο
Πατήρ O «Πατήρ
τῶν πάντων Θεός» είναι «πάντων ἀρχή, ἡ αἰτία τοῦ εἶναι τοῖς οὖσιν, ἡ ρίζα τῶν ζώντων, ὅθεν προῆλθεν ἡ πηγή τῆς
ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθείς Υἱός», «τό αἴτιον τοῦ Υἱοῦ φυσικῶς διότι αὐτόν λέγομεν εἶναι ἀρχήν τοῦ
Υἱοῦ» (Ιουστίνου,
Α΄ Απολ. 45,1) «᾿Εξαίρετόν
τι γνώρισμα τῆς ἑαυτοῦ ὑποστάσεως μόνος ἔχει τό Πατήρ εἶναι ἐκ μηδεμιᾶς αἰτίας ὑποστῆναι» (Κυρίλλου Ιερος., Κατηχ. ΙΑ΄ ,14).
(Ιδιαίτερο γνώρισμα της υπόστασής Του έχει Αυτός μόνος να ονομάζεται Πατήρ
διότι δεν προήλθε από καμία αιτία) Ο Πατήρ έχει ως υποστατικό Του
ιδίωμα ακριβώς, όπως είδαμε, την αγεννησία και ως εκ τούτου είναι «αιτία» των
άλλων δύο προσκυνητών υποστάσεων: Πιστεύομεν, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, « εἰς ἕνα Πατέρα, τήν πάντων ἀρχήν καί αἰτίαν, οὐκ ἐκ τινος γεννηθέντα, ἀναίτιον δέ καί ἀγέννητον μόνον ὑπάρχοντα, πάντων μέν
ποιη- τήν ἑνός δέ μόνον Πατέρα φύσει του μονογενούς Υιού αὐτοῦ» (Εκδ. Ακριβ.
Ορθ. Πιστ., 8) Όλα αυτά δεν
σημαίνουν πως ο πατήρ είναι κάτι περισσότερο από τα άλλα δύο Πρόσωπα.
Όπως επεξηγεί ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «οὐ γάρ κατά τήν φύσιν τό μεῖζον, τήν αἰτίαν δέ. Οὐδέν γάρ τῶν ὁμοουσίων τῇ οὐσίᾳ μεῖζον ἤ
ἔλατον» (Λόγος
Μ΄ 43) (Διότι δεν
αναφέρεται στη φύση η λέξη μείζων, αλλά στην αιτία. Διότι κανένα από τα
ομοούσια όντα δεν είναι μεγαλύτερο η μικρότερο από τα άλλα ως προς την ουσία.) Η ομοουσιότητα δεν παραβλάπτεται, αντιθέτως
μάλιστα θεμελιώνεται στο γεγονός ότι ο Πατήρ αγαπητικώς κοινωνεί ενυποστάτως
κατ’ ουσίαν το είναι Του στον Υιό και το
Πνεύμα, τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τα Οποία εν συνεχεία αντιδίδουν
το είναι Τους σ’ Αυτόν. Με τον τρόπο
αυτό: «πάντα ὅσα
ἔχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρός ἔχει καί αὐτό τό εἶναι. Καί εἰ μή ὁ Πατήρ ἐστιν, οὐδέν ὁ Υἱός ἐστιν οὐδέ τό Πνεῦμα. Καί εἰ μή ὁ Πατήρ ἔχει τι, οὐδέ ὁ Υἱός ἔχει,
οὐδέ τό Πνεῦμα. Καί διά τόν Πατέρα,
τουτέστιν διά τό εἶναι τόν Πατέρα, ἐστιν ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα. Καί διά τόν Πατέρα ἔχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα
πάντα, ἅ ἔχει, συνέστη διά τόν πατέρα ἔχειν αὐτά, πλήν τῆς ἀγεννησίας καί τῆς
γεννήσεως καί τῆς ἐκπορεύσεως· ἐν ταύταις γάρ μόναις ταῖς ὑποστατικαῖς ἰδιότησι
διαφέρουσιν ἀλλήλων αἱ ἅγιαι τρεῖς ὑπο- στάσει οὐκ οὐσίᾳ, τῷ δέ χαρακτηριστικῷ τῆς οἰκείας
ὑποστάσεως διαιρούμεναι (ἐ. ἀ.) (Όλα όσα έχει
ο Υιός και το Πνεύμα τα έχουν από τον Πατέρα, ακόμη και αυτό το ίδιο το είναι.
Και αν δεν υπάρχει ο Πατήρ, ούτε ο Υιός υπάρχει ούτε το Πνεύμα. Κι εάν ο Πατήρ
δεν έχει κάτι, ούτε ο Υιός το έχει ούτε το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα,
δηλαδή επειδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχει και ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας
του Πατέρα όλα όσα έχουν το Πνεύμα και ο Υιός υπήρξαν ακριβώς διότι τα έχει ο Πατέρας,
εκτός από την αγεννησία την γέννηση και την εκπόρευση. Μόνο σ’ αυτές τις
υποστατικές ιδιότητες διαφέρουν μεταξύ τους οι τρεις άγιες υποστάσεις,
διαιρούμενες μεταξύ τους όχι ως προς την ουσία αλλά ως προς το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της καθεμιάς υποστάσεως.) Η μόνη διαφορά μεταξύ των τριών
υποστάσεων είναι αυτή των ακοινωνήτων υποστατικών ιδιοτήτων. Η ουσία,
αντιθέτως, και οι ενέργειές της, κοινωνούνται απολύτως από αυτές. ΄Ετσι, ο
Πατήρ είναι ο γεννήτωρ, ο προβολεύς, η αιτία της υπερφυούς εκείνης σχέσεως.
όπως το θέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «῞Οταν
δέ τήν αἰτίαν ζητῶμεν τῆς ἀρρήτου ἐκείνης καί ὑπέρ πάντα νοῦν πρός ἄλλη- λα σχέσεως καί τῆς ὑπερβαλλούσης συμφυΐας καί
τῆς ἀπερινοήτου τε και ἀφθέγκτον περι χωρήσεως, αὐτόν αὖθις εὐρίσκομεν καί κηρύττομεν
τόν Πατέρα, αὐτόν ἕνωσιν, αὐτόν σύν- δεσμον αὐτόν καί Πατέρα καί προβολέα καί
συνοχέα γινώσκοντες τοῦ γεννήματός τε καί τοῦ προβλήματος καί οὕτω μέσον καί ἀρχήν αὐτῶν
ἐκεῖνον τιθέμεθα» (Προς
Διονύσιον Ομολογία 1,Β) (Όταν ζητούμε
την αιτία εκείνης της ανείπωτης και υπέρλογης σχέσης μεταξύ τους και της
υπερβολικής συγγένειας και της αδιανόητης και απερίγραπτης μεταξύ τους
κοινωνίας, αμέσως βρίσκουμε αυτό τον ίδιο τον Πατέρα ως ένωση και σύνδεσμο και
Πατέρα και προβολέα και συνοχέα αυτού που γεννάται και αυτού που προβάλλεται
και έτσι τοποθετούμε ως μέσο και αρχή αυτών Εκείνον.) Ο ενυπόστατος κατ’ ουσίαν Πατήρ γεννά τον Υιόν και προβάλλει το
Πνεύμα «ὡς ἀρχήν καί μέσον αὐτῶν» και είναι έτσι η αιτία της «ὑπερβαλλούσης
συμφυΐας καί τῆς ἀπερινοήτου τε καί ἀφθέγκτου περιχωρήσέως»
Τους. Είναι η ρίζα και η πηγή της θεότητάς Τους: «Πατήρ
ἄναρχος οὐ μόνον ὡς ἄχρονος, ἀλλά καί ὡς κατά πάντα τρόπον ἀναίτιος, μόνος αἰτία καί ρίζα καί πηγή τῆς ἐν υἱῷ καί
ἁγίῳ πνεύματι θεωρουμένης θεότητος, μόνος αἰτία προκαταρκτική τῶν γεγονότων, οὐ
μόνος δημιουργός, ἀλλά μόνος ἑνός υἱοῦ πατήρ, καί ἀεί ὤν μόνος πατήρ τε καί προβολεύς,
μείζων υἱοῦ καί πνεύματος, τοῦτο μόνον ὡς αἴτιος, τἆλλα δέ πάντα ὁ αὐτός αὐτοῖς καί
ὁμότιμος». (Λόγοι
αποδεικτικοί, Β΄ 26) (Ο Πατέρας
είναι άναρχος όχι μόνο επειδή είναι άχρονος αλλά και επειδή είναι με κάθε τρόπο
αναίτιος και Αυτός μόνος είναι η αιτία και η ρίζα και η πηγή της θεότητας που
βλέπουμε στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Αυτός μόνος είναι η αρχική αιτία όλων
αυτών που έχουν γίνει, όχι μόνο δημιουργός αλλά Αυτός μόνος Πατήρ ενός Υιού και
Αυτός μόνος πάντοτε Πατέρας και Προβολέας, μεγαλύτερος από τον Υιό και το
Πνεύμα, αλλά μόνον επειδή είναι αίτιός Τους, ως προς δε τα άλλα όλα ίσος κατα
πάντα με αυτούς και ομότιμος.) Ο Πατήρ είναι συνεπώς το υποστατικό
θεμέλιο της Θεότητος και της Εντριαδικής της συμφυϊας.
|