Τά βασικά δόγματα |
Σελίδα 10 από 24
1.2.1. Η προ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
περίοδος. Η Θεολογία των Απολογητών και των πρώτων
Πατέρων. Οι Απολογητές
ως εκ της φύσεως του έργου τους, που ήταν η πρώιμη υπεράσπιση της πίστεως
έναντι των διωκτών της, κινούνται όλοι ανεξαιρέτως στο κλίμα της αποστολικής
παρακαταθήκης, την οποία προσπαθούν να αποδείξουν ως «παράδοσιν» «κανόνα της
αληθείας» «κανόνα πίστεως», «παράδοσιν των αποστόλων» «regula fidei», «traditio apostolica», «fides catholica» «lex fidei». Πέρα από τον τονισμό της ενότητας
του Θεού («εἷς Θεός») οι Απολογητές
ενδιαφέρονται κατ’ αρχήν να δείξουν την
απόλυτη υπερβατικότητά Του. Ο Θεός είναι όχι απλώς υπερβατικός με την φιλοσοφική έννοια αλλά άκτιστος δηλαδή
«αγέννητος» και ως εκ τούτου «άρρητος», «ακατάληπτος», «άναρχος , ότι
αγέννητος», «απροσδεής», «αναλλοίωτος ως αθάνατος». Είναι όμως επίσης «δεσπότης τῶν ὅλων, πατήρ διά τό εἶναι αὐτόν πρό τῶν ὅλων, κτίστης τῶν πάντων, πατήρ
τῆς δικαιοσύνης καί πασῶν τῶν ἀρετῶν χρηστότης». Ο άκτιστος αυτός «εἷς Θεός» είναι «νοῦς,
λόγος, σοφία ἤ πνεῦμα». Ο Λόγος του Θεού στους Απολογητές συχνά διακρίνεται
σε «ενδιάθετο» και «προφορικό» Λόγο του πατρός,
(συνδεδεμένο, το δεύτερο, με την πράξη της Δημιουργίας) είναι «ὁ μόνος λεγόμενος κυρίως υἱός» του
Πατρός κατά τον Ιουστίνο (Β΄ Απολ. 6), είναι δηλαδή «παρά τῷ Θεῷ» και «Θεός
ἀληθινός». Γράφει ο Κλήμης Ρώμης (Β΄ προς Κορινθίους, 1): «᾿Αδελφοί,
οὔτως δεῖ ἡμᾶς φρονεῖν περί ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὡς περί Θεοῦ, ὠς περί κριτοῦ ζώντων καί νεκρῶν· καί οὐ δεῖ ἡμᾶς
μικρά φρονεῖν περί τῆς σωτηρίας ἡμῶν. ᾿Εν γάρ τῷ φρονεῖν
ἡμᾶς μικρά περί αὐτοῦ, μικρά καί ἐλπίζομεν λαβεῖν. Καί οἱ ἀκούοντες ὡς περί μικρῶν ἁμαρτάνομεν, οὐκ εἰδότες πόθεν
ἐκλήθημεν καί ὑπό τίνος καί εἰς ὄν τόπον καί ὅσα
ὑπέμεινεν ᾿Ιησοῦς Χριστός παθεῖν ἕνεκα ἡμῶν. Τίνα οὖν ἡμεῖς αὐτῷ δώσωμεν ἀντιμισθίαν; ἤ
τίνα καρπόν ἄξιον οἱ ἡμῖν αὐτός ἔδωκεν; πόσα δέ αὐτῷ ὀφείλομεν ὅσια; Τό φῶς γάρ ἡμῖν
ἐχαρίσατο, ὡςπατήρ υἱούς ἡμᾶς προσηγόρευσεν, ἀπολυμένους ἡμᾶς ἔσω- σεν» (Αδελφοί έτσι
πρέπει να πιστεύετε για τον Ιησού Χριστό, ότι δηλαδή είναι Θεός και κριτής
ζώντων και νεκρών. Και δεν πρέπει να νομίζομε ασήμαντο Αυτόν που είναι η
Ασωτηρία μας. Διότι εάν Τον θεωρούμε ασήμαντο και μικρόν, μικρά και θα λάβουμε
απ’ Αυτόν. Κι αυτού που ακούνε ότι για μικρές αιτίες αμαρτάνουμε δεν θα
γνωρίζουν από που κληθήκαμε και από ποιον και σε ποιον τόπο, καθώς και όσα
ανέχθηκε να πάθει για μας ο Ιησούς Χριστός. Ποια ανταπόδωση λοιπόν θα
προσφέρομε εμείς σ’ Αυτόν; Ή ποιον καρπό ανάλογο αυτών που εκείνος μας έδωσε;
Πόσα ιερά και όσια Του οφείλομε; Μας χάρισε το φως, μας ονόμασε γιούς σαν
πατέρας, μας έσωσε που ήμασταν χαμένοι.) ΄Οντας Θεός αληθινός ο Ιησούς είναι
ο μέγας και αιώνιος Αρχιερεύς. Γράφει ο αγ. Πολύκαρπος Σμύρνης (Προς
Φιλιππησίους Επιστ. , ΧΙΙ). «῾Ο
Θεός δέ καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί αὐτός ὁ αἰώνιος ἀρχιερεύς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἀς
σᾶς ἐποικοδομῇ εἰς πίστιν καί ἀλήθειαν [. . .] καί εἰς πάντας [. . .] ὅσοι θά
πιστεύσουν εἰς τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν καί εἰς τόν πατέρα αὐτοῦ, ὁ
ὁποῖος ἀνέστησεναὐτόν ἐκ νεκρῶν» Στον Θεόφιλο Αντιοχείας εξάλλου η
Αγία Τριάς παρατίθεται ταυτίζοντας το τρίτο Πρόσωπο με την παλαιοδιαθηκική
Σοφία: «῾Ωσαύτως
καί αἱ τρεῖς ἡμέραι πρό τῶν φωστήρων γεγονυῖαι τῦποι εἰσι τῆς τριάδος, τοῦ Θεοῦ
καί τοῦ λόγου αὐτοῦ καί τῆς σοφίας αὐτοῦ» Στον Θεόφιλο συναντάται κυρίως η
περί ενδιαθέτου και προφορικού λόγου του Θεού διδασκαλία (Προς Αυτόλυκον Β΄,
10, 22). Ο Λόγος του Θεού είναι λοιπόν «ὁ υἱός αὐτοῦ» ο οποίος είναι «διά παντός ἐνδιάθετος ἐν καρδίᾳ Θεοῦ.Πρό γάρ
τι γενέσθαι τοῦτον εἶχε σύμβουλον καί φρόνησιν ὄντα.
῾Οπότε δέ ἠθέλησεν ὁ Θεός ποιῆσαι, ὅσα ἐβουλεύσατο, τοῦτον τόν λόγον ἐγέννησε προφορικόν, πρωτότοκον πάσης κτίσεως». (Για πάντα
ενδιάθετος μες στην καρδιά Του. Προτού να γίνει οτιδήποτε είχε μόνον Αυτόν, που
είναι ο σύμβουλος και η φρόνησή Του. Όταν δε θέλησε ο Θεός να κάμει όσα
σκέφτηκε, τότε γέννησε αυτό το Λόγο έξω Του ως Προφορικό, πρωτότοκο όλης της
κτίσεως.) Αυτή η άμεση σύνδεση της γεννήσεως του Λόγου με την Δημιουργία του
Κόσμου είναι βεβαίως προβληματική, συχνή ωστόσο στους πρώτους Πατέρες, λόγω της
δυσκολίας διακρίσεως μεταξύ Θεολογίας και Οικονομίας πού τους χαρακτηρίζει.
Απολυτοποιημένη μια τέτοια σύνδεση θα κινδύνευε να οδηγηθεί – και οδήγησε
αργότερα πράγματι – στον αρειανισμό. Σπουδαία είναι η περί Τριάδος
θεολογία, επίσης , του αγ. Ειρηναίου Λυώνος (¨Ελεγχος ψευδων. Γνώσεως Α΄ ΙΧ
2-3). Εδώ ο Χριστός ονομάζεται Υιός του
Θεού, Μονογενής, «πάντων ποιητήν ( . . .) κατά σάρκα γεγονότα καί ἐσκηνωκότα ἐν ἡμῖν». Η Εκκλησία πιστεύει (ΧΙ, 1): «εἷς
ἕνα Θεόν, πατέρα παντοκράτορα τόν
πεποιηκότα τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί
τάς θαλάσσας καί τάς ἀβύσσους (...) καί εἰς ἕνα
Χριστόν ᾿Ιησοῦν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν σαρ- κωθέντα ὑπέρ τῆς ἡμετέρας σωτηρίας· καί εἰς
πνεῦμα ἅγιον, τό διά τῶν Προφητῶν κεκη- ρυχός τάς οἰκονομίας καί τάς ἐλεύσεις, καί τήν ἐκ Παρθένου γέννησιν, καί τό πάθος καί τήν ἔγερσιν ἐκ νεκρῶν, καί τήν ἔνσαρκον εἰς
τούς οὐρανούς ἀνάληψιν του ἠγαπημένου Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, καί τήν ἐκ τῶν
οὐρανῶν ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός παρου- σίαν αὐτοῦ, ἐπί τό ἀνακεφαλαιώσασθαι τά πάντα
καί ἀναστῆσαι πᾶσαν σάρκα, πάσης ἀνθρωπότητας, ἵνα Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,
καί Θεῷ, καί Σωτῆρι, καί βασιλεῖ, κατά τήν εὐδοκίαν τοῦ Πατρός τοῦ ἀοράτου, πᾶν γόνυ
κάμψη ἐπουρανίων, καί ἐπιγείων, καί καταχθονίων...» (Σε ένα Θεό
Πατέρα Παντοκράτορα, που έφτιαξε τον ουρανό και τη γη τις θάλασσες και τις
αβύσσους (...) και σε ένα Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού που σαρκώθηκε για τη
δική μας σωτηρία. Και σε Πνεύμα Άγιο το Οποίο κήρυξε διά των προφητών την
οικονομία του Θεού και τις ελεύσεις Του και την γέννηση από την Παρθένο και τα
παθήματα και την ανάσταση από τους νεκρούς και την ένσαρκη ανάληψη στους
ουρανούς του αγαπημένου Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας και την κάθοδό Του από
τους ουρανούς μέσα στη δόξα του Πατέρα, ούτως ώστε να ανακεφαλαιώσει τα πάντα
και να αναστήσει όλα τα σώματα όλης της ανθρωπότητας για να Τον προσκυνήσουν
Αυτόν, τον Ιησού Χριστό και Θεό και Σωτήρα και Βασιλέα, όλα τα επουράνια και
επίγεια και καταχθόνια όντα, σύμφωνα με
τη θέληση του Πατέρα.) |