Σελίδα 7 από 7 Πρόκειται γιά ἕνα ὑπέρχρονο, μυθικό, ἀρχαϊκό Ἐγώ, πιστή μεταφορά τοῦ
Πλωτίνειου μυθικοῦ Ἐγώ τοῦ ἐκ-στατικοῦ Μύστη στά καθ’ ἡμᾶς. Ἡ ὁμοιότητα μέ τίς
Ἐννεάδες εἶναι πράγματι κάτι παραπάνω ἀπό συγκλονιστική. Διαβάζουμε (Ἐνν. VI, 9, 11): ἥξει οὐχ εἰς ἄλλο (ἐνν. ἡ ψυχή, τό Ἐγώ) ἀλλ’ εἰς ἑαυτήν καί οὕτως οὐκ ἐν ἄλλῳ οὖσα ἐν οὐδενί ἐστιν ἀλλ’
εἰς αὐτῇ (σημ. σέ πλήρη ἐσωτερίκευση) […] γίνεται γάρ καί αὐτή τις οὐκ οὐσία ἀλλ’ ἐπέκεινα τῆς οὐσίας
ταύτῃ ἦ προσομιλεῖ». Ἡ μυθοντολογία» (ὅπως θά προτιμούσα νά τήν ὀνομάσω) αὐτή
τοῦ Ἐγώ στό Πλωτίνο εἶναι γιά μύριους ἱστορικούς λόγους πολύτιμη - εἶναι ὅμως
συνάμα σήμερα πλέον ἐπικίνδυνη ἄν πρόκειται νά ἐφαρμοσθεῖ κατά γράμμα σέ μιάν
ὀντολογία τοῦ πραγματικοῦ ἀνθρώπινου Ἐγώ. Γιατί; Διότι ἀπ’ τό μυθικό αὐτό Ἐγώ
τοῦ Ράμφου τό ὑψωνόμενο ἀκαθέκτως στήν «ἐπέκεινα τῆς οὐσίας» σημασία, ἀπουσιάζει
τό Ἀσυνείδητο, ἀγνοεῖται,
προνεωτερικότατα μέσα στό μυθικό φῶς τῆς ἔλλογης καί ἐλεγχόμενης αὐτῆς
ἐσωτερικότητας, ἡ ὁπή, τό κενό, ὁ Καιάδας τοῦ μή-νοήματος πού εἶναι τό
ἀσυνείδητο. Λείπει δηλαδή, γκα νά θυμηθοῦμέ τόν Lacan, τό «ὁλοκληρωτικά πραγματικό», ἀποσιωπᾶται ἡ δομή τῆς
σχέσης καί τῆς γλώσσας πού ἐλαύνει τίς Φανταστικές προελάσεις τοῦ Ἐγώ. Ἔτσι ἡ
ὕψωση τοῦ μυθικοῦ αὐτοῦ ἐγώ στή σημασία εἶναι φανταστική, (ὅπως θἄλεγε ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στό Ζ’ Ἀντιρρητικό του) καθώς κινδυνεύει νά εἶναι
ἀκατοίκητη ἀπ’ τίς (ἀσυνείδητες) ὤσεις καί τίς πραγματικές σχέσεις πού συνιστοῦν ἕνα φυσικό ἀνθρώπινο Ἐγώ. Τό
ράμφειο Ἐγώ δέν ἔχει παρελθόν ἀλλά μόνο μέλλον: εἶναι ἕνα μή πραγματικό,
μυθικό, ὑπερναρκισσικό πλάσμα πού χωρίς καμμιά ἀβεβαιότητα ἀλλά καί οὐδεμία
σχέση (ἀφοῦ δέν διαθέτει ἀσυνείδητο γιά νά ἐμποδίζεται ἀπό τό σκότος του
καί νά βιηθιέται ἀπ’ τήν ἀναφορικοτητά
του) ἀνατείνεται νευρωτικά στή Σημασία, ἐπειδή ἔχει χάσει δια παντός τόν Ἄλλον. Εἰπώθηκε, «νευρωτικά». Πράγματι: καθώς τό Ἐγώ, κατά τή Ράμφεια ἑρμηνεία
τοῦ Ἐνυποστάτου, εἶναι συμβεβηκός τοῦ Προσώπου/Σημασίας, («δίχα αὐτοῦ τό εἶναι
οὐκ ἔχον», ἑπομένως, κατά Μάξιμο Ὁμολογητή), ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἀνύπαρκτο
χωρίς τήν ὑπέρβαση πρός τή Σημασία, εἶναι , κατά συνέπεια ἀδύνατον νά μήν
πραγματώνει τήν ὑπέρβαση αὐτή ἄν πράγματι θέλει νά ὑπάρξει. Ἔτσι ἡ Σημασία εἶναι
τό ὄντως ὄν, ἀναγκάζοντας τό Ἐγώ νά καταφύγει στό (ναρκισσικό) μύθο τῆς
προκειμένου νά θεωρηθεῖ ὡς ὑπάρχον. ! ὑπέρβαση λοιπόν αὐτή εἶναι ἀναγκαστική,
ἀνελεύθερη δηλαδή: μέ ψυχαναλυτικούς ὅρους τουτέστιν, τό Ἐγώ καλεῖται νά γίνει νευρωτικό,
σπρώχνεται βιαίως στή φαντασίωση (τῆς Ἰσχύος;) ὡς μόνη δυνατότητα ὑπάρξεως, στό
θεμελιῶδες δηλαδή αὐτό ἄγχος τῆς ταυτότητας πού ἀποτελεῖ (ἄς θυμηθοῦμέ τόν Henri Ey) τόν
πυρῆνά κάθε νεύρωσης, στή συνέχεια. Ἀντιθέτως πρός αὐτά ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος
εἶναι ὁ πράγματι αὐτόνομος, αὐτάρκης ἄνθρωπος, καθολικός ἄν τυχόν ἔχει ταπεινά
τόν Θεό ὅλον καί τόν ἄνθρωπο ὅλον καθώς καί τήν κτίση ἐντός του, ὡς φορέας τοῦ ὁμοούσιου ὅλου τῆς κτίσεως μέσα του.
Ἐλεύθερα, διά τοῦ Σταυροῦ τῆς κενώσεως πρός τόν πραγματικόν Ἄλλον, εἶναι
δυνατόν νά διατελεῖ ἐσωστρεφής, μοναδικός καί ἑνωμένος ἐν ταυτῷ μέ τό πᾶν, «πράξει καί οὐ φαντασία»… Φυσικά ἐπιπλέον τά παραπάνω δέν ἔχουν σοβαρή σχέση μέ τούς σημερινούς
δυτικούς φιλοσοφικούς καί θεολογικούς
προβληματισμούς γιά τό ὑποκείμενο. Ἡ
Δύση τείνει ἴσως νά ξεπεράσει (καί θέλει
νά ξεπεράσει παντελῶς) τόν πειρασμό τῆς ἀναζήτησης Ὑπερανθρώπων. Βρίσκεται
μάλιστα, ἴσως τώρα στή φάση τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ἀναγακιότητας ἀποδόμησης
τῆς φυσικῆς ὀδύνης πού ἀπορρέει ἀπ’ τήν κατάλυση τῆς φαντασίωσης γιά ἀπεριοριστη
Ἰσχύ, ἡ ὁποία θεωρεῖ ὡς καθῆκον της νευρωτικά τήν Εὐτυχία καί τήν ἔλλειψή της
ὡς τήν θεμελιώδη σύγχρονη ἁμαρτία καί ἐνοχή. Θά μπορούσαμε ἴσως νά πιστέψουμε πώς μέ τό τέλος τῆς ἐνοχῆς
ἀπέναντι στή δυστυχία, ἄν τουλάχιστον πιστέψουμε τόν Pascal Bruckner πού
διαβλέπει ἕνα τέτοιο τέλος[12],
θά ἀνέκαμπτε στήν πραγματικότητα ἴσως ἡ κουλτούρα τῆς λατρείας τῆς Ἰσχύος στή
Δύση; |