Σελίδα 5 από 5 Ἡ
ἀνατρεπτικότητα λοιπόν αὐτή τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης δείχνει τήν ἐλευθερία τῆς
λογικῆς καί προσωπικῆς πράξης τοῦ Θεοῦ μέσα στά βάθη τῆς κτίσης. Δείχνει τήν
ἐπιστήμη ὡς ἀπρόβλεπτη συνάντηση προσώπων καί στήν οὐσία ταυτίζει φυσική καί
μεταφυσική (μέ τήν παλιά, κλασσική της ἔννοια). Ἡ προσπάθεια συγχρόνων
ἐπιστημολόγων καί φιλοσόφων ὅπως τοῦ Rorty, νά
προχωρήσουν πέρα ἀπ’ τήν ἐπιστημολογία, πρός τήν ἑρμηνευτική ἀκριβῶς, δηλώνει
τήν ἀμηχανία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου μπροστά σ’ αὐτήν τήν ἀνατρεπτικότητα. Ἡ νέα
ἑρμηνευτική τῶν ἐπιστημῶν ἀποσκοπεῖ στό νά κατανοήσει τή φύση «ὅπως ἀκριβῶς
ἐξοικειωνόμαστε μ’ ἕνα πρόσωπο»[18],
νά κατανοήσει τήν «προσωπική» συμπεριφορά τῆς φύσης καί τήν νέα θέση τοῦ
ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινότητάς του ἐντός της. Πλησιάζει λοιπόν ὅπως
φαίνεται ἡ ὥρα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας... IV Ἡ νεώτερη
δυτική ἐπιστήμη ἀμφισβήτησε λοιπόν πολλαπλῶς τή θεολογικο-φιλοσοφική της μήτρα.
Ἡ ἱστορία τοῦ ζητήματος εἶναι περίπλοκη καί δέν ἐπαρκεῖ ὁ περιορισμένος μας
χῶρος γιά τήν ἔκθεσή της. Ἡ προσπάθεια γιά τήν ἄρση τῆς θωμιστικῆς δυαρχίας
φύσης καί πνεύματος[19]
ὑπῆρε ἴσως τό πρῶτο βῆμα πρός μιά πιθανή μετάλλαξη τῆς ἄτεγκτης ἱεραρχικῆς
κοσμοεικόνας πού εἴδαμε, καί δέν εἶναι τυχαῖο πώς ὁ σημαντικότερος ἴσως
ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς προσπάθειας στήν ἀναγεννησιακή ἐποχή, ὁ Nicolaus Cusanus,
ἐμφανίζει καταρχήν ὁμοιότητες στόν τρόπο σκέψης του, μέ τόν Μάξιμο Ὁμολογητή. Ἔτσι ὁ Cusanus τοποθετεῖ κάθε ξεχωριστό ὄν σέ ἀπόλυτη σχέση πρός τόν
Θεό[20],
ὁ Θεός δέν βρίσκεται μόνο στήν κορυφή ἀλλά καί σέ κάθε σημεῖο τῆς πυραμίδας τῶν
ὄντων[21].
Ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου (πνεῦμα, ψυχή, σῶμα) παράγονται ταυτόχρονα[22]
καί, μετά τήν κατάλυση τῆς συμπαγοῦς καί ἀπόλυτης ὀντολογικῆς ἱεραρχίας τῶν
ὄντων, τό καθένα ἀπ’ αὐτά εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ ὡς ἀπόλυτη καί αὐτοτελής
μοναδικότητα, μέ πλήρη παρουσία Θεοῦ ἐντός του[23].
Μέ τόν τρόπο αὐτό βέβαια τό Eἶναι τοῦ Θεοῦ
καί ἡ Δημιουργία τείνουν νά συμπέσουν, παρά τήν προσπάθεια τοῦ Cusanus νά τά διακρίνει[24].
Αὐτή ἡ τάση νά θεωρηθεῖ ὁ κόσμος συναιώνιος τοῦ Θεοῦ (παρότι γίνεται προσπάθεια
νά διακριθοῦν τά δύο, ὀντολογικῶς) -τάση πού στήν Ἀνατολή ἔχει τό ἀντίστοιχό
της στόν Ὠριγένη- ἀποτελεῖ καί τό μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ Cusanus, πρόβλημα διαδεδομένο στήν ἱστορία τοῦ πλατωνίζοντος
Δυτικοῦ Μυστικισμοῦ. (Τόσο στόν M. Ficcino ὅσο καί στόν J. Bruno[25], ἤδη, ἡ τάση αὐτή, παρά τό ὅτι δέν ὁδηγεῖ σέ πλήρη
ταυτότητα Θεοῦ καί κόσμου, ἀποτελεῖ κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς κοσμολογίας τους). Ἡ
οὐσιώδης διαφορά ἐδῶ μέ τήν γραμμή Καππαδοκῶν-Μαξίμου-Παλαμᾶ, εἶναι ἀκριβῶς ἡ
«διαλογικότητα». Ἐνῶ δηλαδή στήν περίπτωση τοῦ Cusanus καί τῶν ἐπιγόνων του ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο
εἶναι παθητική γιά τόν κόσμο καί ὀντολογικῶς ἀνεξήγητη, καθώς διάκριση μεταξύ
Οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί λόγων/ἐνεργειῶν Του δέν ὑφίσταται, στήν περίπτωση τῶν
Ἑλλήνων Πατέρων ἡ ἐνύπαρξη αὐτή εἶναι διαλογική, ἐνδεχόμενη καί πολυεπίπεδη
συνάντηση τοῦ λόγου-ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ μέ τόν λόγο-ἐνέργεια τοῦ λογικοῦ ὄντος
καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τελευταίου καί μέ τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἔτσι, στή δεύτερη
περίπτωση, ἡ συνάντηση εἶναι μακρά καί περιπετειώδης ὀντολογική συμπόρευση μέ
ἀναπάντεχες καί διαρκῶς νέες τροπές καί ὄψεις, ἕνα «ἐν-κοινωνία-γίγνεσθαι» τῶν
ἀκτίστων λόγων τοῦ Θεοῦ μέ τήν κτίση, γεγονός πού καθιστᾶ τήν κοσμολογία,
διαρκῶς μιά διαλογική ἔκπληξη – πράγματι ἡ Δημιουργία συνεχίζεται μέχρι τά
Ἔσχατα. Θά ἦταν
βεβαίως συναρπαστική ἡ παρακολούθηση τῶν ἀναβαθμῶν ἀπό τήν ἀπομυστικοποίηση τῶν
μαθηματικῶν στόν Kepler καί τόν Galilei, ὅπου ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τοποθετεῖται ἐγγύς τοῦ Θεοῦ,
μέχρι τήν ταύτιση Λόγου καί Φύσης γιά τήν πρώτη φορά στό ἔργο τοῦ Hobbes (στό περίφημο ἔργο του «Leviathan»). Ἡ Φύση γίνεται βαθμιαῖα ἕνα εἶδος Θεοῦ, γίνεται
ἀκόμη καί πηγή ἀξιολογικῶν καί ἠθικῶν θέσεων καί στάσεων, ἀλλά ἡ τάση αὐτή πού
ὁ ἀπόηχός της ἀπαντᾶται εἴτε στά δυτικά οἰκολογικά κινήματα, εἴτε σέ
νεοπαγανισμούς καί νεοειδωλολατρεῖες (φαινόμενο ἐνδημικό καί στό χώρο μας)
σήμερα, δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ἀναδείξει τόν πλοῦτο τοῦ φυσικοῦ Εἶναι τόν ὁποῖο οἱ
σύγχρονες φυσικές ἐπιστῆμες ὑπαινίσσονται. Αὐτός ὁ πλοῦτος συνυποθέτει τήν
διαρκή δράση ἑνός ἀκτίστου Προσώπου ἐντός τοῦ Κόσμου, εἶναι συνάντηση Προσώπων,
τοῦ θείου καί τῶν ἀνθρωπίνων, συνιστᾶ μετοχή καί κοινωνία καί ἀμοιβαῖο διάλογο,
συνιστᾶ, καθώς εἴπαμε, ἕνα «ἐν-κοινωνία-γίγνεσθαι». Σήμερα, ἡ
δυτική κοσμοεικόνα μπορεῖ νά βρεῖ τήν πλήρωση καί τήν ἀλήθεια της μόνον πλέον
μέ τή βοήθεια τοῦ ἑλληνικοῦ πατερικοῦ τρόπου θέας τοῦ κόσμου... [1] Cont. Gent. II, 54. [2] Ὅπως δείχνει τό σχῆμα: E.
GILSON, Le Thomisme, Introduction, a la philosophie de Saint Thomas d’ Aguin, 61989,
s. 176. [3] E. GILSON, ὅ.π., s. 178. [4] J. AQUINAS, De ente et essentia, Vrin, 71982, (….) s.60. [5] F.C. COPLESTON, A History of Medieval Philosophy, (Methuen and Co. LTD,
London 1972) s. 187. [6] F.C. COPLESTON, ὅ.π., s. 187-189. [7] Sum. Theol. I, 3, 7˙ Ι, 76, 8.
Cont. Gent. II, 72˙ II, 54. [8] Sum. Theol. I, 75, 7˙ Ι, 79, 2. [9] [10] [11] JAMES JEANS, Physics and Philosophy, (Ἑλλην. Μετάφρ. Θ. Μ.
Χρηστίδη) Φυσική καί Φιλοσοφία, Βάνιας, Θεσ/νίκη 1993) σ. 276. [12] RICHARD RORTY, Philosophy and the Mirror of Nature (Princeton Univ.
Press 1980). Ἑλλην. Μεταφρ.
Φ. Παιονίδη, Ἡ Φιλοσοφία καί ὁ Καθρέφτης τῆς Φύσης, (Κριτική, Ἀθήνα 2001) σ.
63-64. [13] R. RORTY, ὅ.π. s. 76. [14] Βλ. π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, Ἡ
κλειστή Πνευματικότητα καί τό Νόημα τοῦ Ἑαυτοῦ (Ἑλλην. Γράμματα, Ἀθήνα 21999). [15] Βλ. π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, Ἡ
Εὐχαριστιακή Ὀντολογία (Δόμος, Ἀθήνα 1992), σ. 85-120, ὅπου καί ἡ σχετική
βιβλιογραφία. [16] Γιά νά χρησιμοποιήσω ξανά ἕναν ὅρο τοῦ Rorty, ὅ.π. σ. 37. [17] Γιά τίς παρατηρήσεις στή
σύγχρονη φυσική πού ἀκολουθοῦν, βλ. A. RAE Quantum
Physics: Illusion or reality? (Cambridge Univ. Press 1986). Θ. Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ἡ Φυσική
σήμερα, Ι. Τά θεμέλια (Πανεπ. Ἔκδοση, Ἡράκλειο 1990), Κβαντική Φυσική, Μαθήματα
φυσικῆς τοῦ Berkeley (Ἔκδ. ΕΜΠ, Τομ. 4, Ἀθήνα
1979). [18] R. RORTY, ὅ.π. s. 432. [19] π.χ.
Cont. Gent. I, 1˙ ΙΙΙ, 68˙ ΙΙΙ, 69˙ Sum. Theol. I, 9 VIII, Art. I. [20] N. CUSANUS, Doct. Ign. II, 9. [21] Doct. Ign. III, 1. [22] Doct. Ign. II, 4. [23] Doct. Ign. III, 1. [24] Doct. Ign. II, 1˙ II, 2. [25] π.χ. J. BRUNO, De immenso,
ΙΙ, 12. |