Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ. Ὁ Ὅσιος
πατήρ ἡμῶν Διονύσιος εἶναι ἕνα λαμπερό ἀστέρι, ἀπό ἐκεῖνα
πού λάμπουν στό νοητό στερέωμα τῆς
Ἐκκλησίας μας, καί μέ τήν θεϊκή τους
λαμπρότητα καταυγάζουν τά σκότη τῆς
γήϊνης ζωῆς μας. Ὑπῆρξε
μία μεγάλη καί ὑπέροχη ἀσκητική φυσιογνωμία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας μας, κατά πάντα ἐφάμιλλος καί ἰσοστάσιος τῶν μεγάλων καί θεοφόρων Πατέρων «τῶν ἐν
ἀσκήσει λαμψάντων». Ἦταν μιά χαρισματοῦχος καί πολυτάλαντη προσωπικότητα. Ἐκ¬πλήσσεται κανείς, πῶς συνδυάζονται ἁρμονικότατα στό λαμπρό του βίο ἡ προδρομική του ἀσκητικότης μέ τόν ἀποστολικό ζῆλο καί τήν κοινωνική δράση, ὁ ἀναχωρητισμός
τοῦ ἠσυχαστοῦ μέ τήν ὀργανωτικότητα καί τό διοικητικό χάρισμα
τοῦ ἡγέτου, οἱ μυστικές ἀναβάσεις τοῦ θεωρητικοῦ μέ τούς αἱματηρούς ἀγώνας τοῦ πρακτικοῦ, καί τέλος ἡ προσήλωση πρός τήν «ἀκρίβεια» τῶν κανόνων μέ τήν φιλάνθρωπη
συγκαταβατικότητα καί τήν οἰκονομία. Σπανίως βλέπει κανείς πρόσωπα μέ τόση εὐρύτητα διανοίας καί καρδίας! Ὁ ὀσιακός
του βίος καθώς καί τά ἀναρίθμητα
θαύματά του συνε¬τέλεσαν ὥστε
νά καταξιωθῆ ὡς ἅγιος
στήν συνείδηση τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί νά καταστῆ παμμακεδονική μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἰδιαιτέρως δέ καύχημα καί προστάτης τῆς Πιερίας μας. Ὁ Ὅσιος
Διονύσιος γεννήθηκε λίγο πρίν ἀπό
τό 1500 μ.Χ. στό χωριό Σκλάταινα τῆς
ἐπαρχίας Φαναρίου τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης, ση¬μερινή Δρακότρυπα. Προῆλθε ἀπό γονεῖς πτωχούς ἀλλά θεοσεβεῖς καί πιστούς. Τό πρῶτο του ὄνομα ἦταν Δημήτριος καί ἀπό νωρίς ἔδωσε δείγματα ἀφοσιώσεως στόν Κύριο καί ἀγάπης πρός τόν μοναχισμό. Σέ ἡλικία περί¬που 18 ἐτῶν
καί μετά τόν θάνατο τῶν
γονέων του, πηγαίνει στά Μετεω¬ρα καί κείρεται ρασοφόρος μοναχός ὑπό τό ὄνομα Δανιήλ. Ἀργότερα, ζητώντας ἡσυχαστικώτερο τόπο, μεταβαίνει στό Ἅγιον Ὄρος, γί¬νεται μεγαλόσχημος μοναχός καί ἱερεύς, μετωνομασθείς Διονύσιος. Ἔζησε γιά ἕνα διάστημα στήν σκήτη τῆς Μονῆς Καρακάλου, μέ αὐστηρή ἄσκηση, προσευχή καί νηστεία. Ἡ ἰσάγγελη
ζωή του, τόν ἐπέβαλε σέ ὅλους τούς Πατέρας τοῦ Ἄθω,
γι’αυτό καί ἀργότερα ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλο¬θέου. Στήν Μονή ὅμως αὐτή, ἡ ὁποία
τότε ἦταν ἀκόμη βουλγαρική, ὁ Ἅγιος
συνήντησε μεγάλες ἀντιδράσεις,
γι’αυτό καί ἀναγκάσθηκε νά ἐ¬γκαταλείψη τό Ἅγιον Ὄρος καί νά μεταβῆ, γύρω στό 1524, στήν πε¬ριοχή τῆς Βεροίας, στήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν ὁποία καί ἀνεκαίνισε, καθιστώντάς την φάρο
πνευματικό. Ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ ἀργότερα ἀνεχώρησε κρυφά, θέλοντας νά ἀποφύγη τήν ἐκλογή του ὡς ἐπισκόπου
Βεροίας, ὅπως ζητοῦσε ὁ λαός ὅταν ἐχήρευσε ἡ ἐπισκοπή
αὐτή. Ἔτσι τόν βλέπουμε νά γίνεται «οἰκιστής τοῦ Ὀλύμπου»,
ὅπου οἱ σπάνιες φυσικές ὀμορφιές καί τά δροσερά νερά του,
φαίνεται ὅτι τόν ἀνέπαυσαν πλήρως. Ἐν τῷ μεταξύ ὑφίσταται πολλές ταλαιπωρίες, διωγμούς,
συκοφα¬ντίες, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι,
ἕνεκα τῶν ὁποίων
ἀναγκάζεται νά ἐγκατα¬λείψη - εὐτυχῶς προσωρινά - τόν ἀγαπημένο του Ὄλυμπο, καί νά μεταβῆ στό Πήλιο, κτίζοντας ἐκεῖ
τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας. Ἀργότερα ὅμως ἐπιστρέφει θαυματουργικά στόν Ὄλυμπο, ὅταν τριετής παντελής ἀνομβρία, ἀποτέλεσμα τοῦ διωγμοῦ τοῦ Ἁγίου,
ἀναγκάζει τόν διοικητή καί τούς
κατοίκους τῆς περιοχῆς νά τόν καλέσουν πίσω. Κτίζεται ἔτσι γύρω στό 1542 τό πρῶτο Μοναστήρι, πού σώζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, πρός τιμήν καί πάλι τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος
ἔζησε σάν ἐπίγειος ἄγγελος, γι΄αυτό καί γρήγορα
συγ¬κέντρωσε γύρω του ἕνα
πλῆθος Μοναχῶν, πού ἔκανε τήν Μονή του πραγματική Λαύρα. Ὡστόσο ὁ ἴδιος
χρησιμοποιοῦσε ἀκόμη γιά προ¬σευχή καί ἡσυχία τά σπήλαια πού ὑπῆρχαν
γύρω τῆς Μονῆς καί τά ὁποῖα
εἶχε μετατρέψει σέ ναΐσκους. Ἐκεῖ ἔμεινε τόν περισσότερο χρό¬νο, ζώντας
μέσα στό γνόφο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Κάποιες φορές, ἐρχόμενον ἀπό τά σπήλαια πρός τήν Μονή του, τόν εἶχαν δεῖ νά λάμπη ὁλόκληρος, λουσμένος στό ἀναστάσιμο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Ἅγιος
δέν παρέλειπε νά περιέρχεται, σάν ἄλλος
Πρόδρομος τοῦ Πατροκοσμᾶ, τά γύρω χωριά, γιά νά κηρύξη, νά ἐξομολογήση καί νά στηρίζη τούς
σκλαβωμένους Ἕλληνας. Εἶχε ἀπέραντη ἀγάπη γιά τόν λαό. Ἀγκάλιαζε τούς πάντας καί τούς βοηθοῦσε πνευματικά καί ὑλικά. Ὅταν τόν ἐπλησίαζε κανείς, εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι πλησιάζει τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ζῶντας
αὐτήν τήν χριστομίμητη ζωή ὁ Ἅγιος,
ἔφθασε καί στό τέρμα, σάν πρωταθλητής
γενναῖος, παίρνοντας τό
στεφάνι ἀπό τά χέ¬ρια τοῦ Χριστοῦ. Ἀφήνοντας τίς τελευταῖες του σοφές ὑποθῆκες στά πνευματικά του παιδιά,
φτερούγισε σάν ἄλλος ἐρωδιός στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στόν χειμῶνα, τήν 23η Ἰανουαρίου, κατά τήν ὁποία τελεῖται καί ἡ σεπτή μνήμη του. |