Σελίδα 2 από 13 Ἡ ραγδαία ἐξάπλωσή της σ΄ ὁλόκληρο τόν ρωμαϊκό
κόσμο βοηθήθηκε ἀπο τήν κοινή Ἑλληνική γλῶσσα, τήν κοινή ἑλληνική περιρέουσα ἀτμόσφαιρα καί τήν ἀπουσία συνόρων. Σ΄ αὐτόν τόν ἐξελληνισμένο κόσμο
δημιουργήθηκε ἡ σύνθεση τῆς ἑλληνικῆς πραγματικότητος καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδή ἡ Ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός ἔδωσε τά μέσα
διατυπώσεως καί ἐκφράσεως στήν νεοπαγῆ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Στήν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό δέν ἔχουμε ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά ἐκχριστιανισμό τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό πνευματικό
περιεχόμενο τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς θεία ἀποκάλυψη ἐξουδετέρωσε τό περιεχόμενο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ἦταν φιλοσοφικός στοχασμός ἀνάμικτος μέ
παγανιστικές δοξασίες, παρέλαβε ὅμως ἀπ΄ αὐτόν ὅλες τίς κατηγορίες σκέψεως, διανοήσεως, συλλογιστικῆς καί διατυπώσεως, τίς ἀφομοίωσε δημιουργικά
καί παρουσίασε μέσῳ αὐτῶν τό περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ὁπότε τό φανερούμενο θεανδρικό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ ἔνδυμα τήν ἑλληνική πραγματικότητα, ἀπετέλεσε τό "νέον
ἔθνος" πού δέν γεννιέται μέσα ἀπό μιά συγγένεια αἵματος, ἀλλά μέ μιά ἐλεύθερη εἴσοδο σ΄ ἕνα Σῶμα: "Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν... οἱ οὐ ποτέ λαός νῦν δέ λαός τοῦ Θεοῦ" (Α΄ Πετρ. 2,9-10). Ὁ Χριστιανισμός στό
περιεχόμενό του ἀποτελεῖ θεία ἀποκάλυψη καί ὄχι κατασκεύασμα ἀνθρωπίνης φαντασίας, ὅπως συνέβαινε στά θρησκεύματα τῆς ἐποχῆς, μέ δαιμονική ὑποκίνηση. Στόν Χριστιανισμό ἔχουμε ἦθος διαφορετικό,
παρουσία καί ἐνέργεια Θεοῦ πού ὁδηγεῖ στήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό γεγονός κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο τῆς ραγδαίας ἐξαπλώσεως τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ πάνω σ΄ ἕνα πλουραλιστικό εἰδωλολατρικό κόσμο μέ μόνο τόν λόγο τῶν δώδεκα ἀγραμμάτων ἰδιωτῶν καί πτωχῶν ψαράδων χωρίς τήν δύναμη τῶν ὅπλων τῆς ἐπιστήμης καί τῶν χρημάτων, ἀποδεικνύει τήν θεία
προέλευση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ σ΄ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα τῆς αὐτοκρατορίας ὡδήγησε στήν ἐπίσημη ἀναγνώρισή του ἀπό τό Ρωμαϊκό κράτος. Σταθμός σ΄ ἀυτή τήν ἀναγνώριση θεωρεῖται τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, χάρις
στό ὁποῖο κάθε χριστιανός
μποροῦσε νά ἀσκεῖ ἐλέυθερα τά χριστιανικά του καθήκοντα. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ὁ ἐμπνευστής αὐτοῦ τοῦ διατάγματος, βλέποντας τά συμφέροντα τῆς αὐτοκρατορίας νά
βρίσκονται στήν ἀνατολή, ἀπό ἀπόψεως οἰκονομίας, στρατηγικῆς καί πολιτισμοῦ, μετέφερε στό Βυζάντιο, πόλη καί εὐρύτερη περιοχή καθαρά ἑλληνική, τήν
πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας. Σ΄ αὐτή τήν περιοχή δροῦσε οὐσιαστικά καί ὁ Χριστιανισμός καί ἔκτοτε ἀπετέλεσε τό κέντρο τῆς ἐλληνορθόδοξης παραδόσεως. |