Σελίδα 4 από 8 Ἡ ἐμπειρία
πού θά ἀποκτήση σύν τῷ χρόνῳ κατά τήν ἀναστροφή του μέ
τούς ἀνθρώπους, πού συντρίβονται
ἀπό τήν πολυκέφαλο ἁμαρτία
ἀπό τήν μιά μεριά, καί ἐπίγνωση τῆς θεραπευτικῆς
δυνατότητος πού ἔχει
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἀπό τήν ἄλλη, θά τόν
καταστήσουν ἀγαθό
ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων
πού θά ἀναλαμβάνη, ὅπως
ὁ Χριστός, τήν
ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων καί θά
τήν καταποντίζη στό
πέλαγος τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θά τό ἐπιτυγχάνη μέ
τήν ἐντατική καρδιακή
προσευχή πού θά ζητάη ἀπό τόν Θεό νά ἀπαλύνη τόν πόνο τῶν ἀσθενῶν καί πονεμένων ἀνθρώπων. Δέν θά μπορέση ἐπ'
οὐδενί λόγῳ νά καταστῆ τέτοιος
ἀπλανής ὁδηγός καί δέν θά ἀποφύγη τήν μετατροπή τῆς
πνευματικῆς διακονίας του σέ
"ἡμίτυφλη" ἀνθρώπινη
δραστηριότητα, ἐάν προσέρχεται
μέ ἰδιοτελεῖς σκοπούς
νά διακονήση τούς
ἀνθρώπους. Ἐάν δέν
συνέχεται συνεχῶς ἀπό
τόν φόβο τοῦ Θεοῦ,
πού θά γίνεται αἰτία
νά σοφίζεται ὁ νοῦς
του ἀπό τόν Θεό καί θά φλέγεται ἡ καρδιά
του ἀπό θεῖο ἔρωτα, δέν εἶναι
δυνατόν νά παραμείνη "στό
πανηγύρι ἐκεῖνο τῆς θείας ἀγάπης" καί τῆς
κοινωνίας μέ τόν Θεό, οὔτε νά προσελκύση σ' αὐτό
τόν ἀποστασιοποιημένο ἄνθρωπο.
Ὁ ἀπλανής
ὁδηγός πρέπει νά εἶναι
φορεύς τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ, ὄχι μόνο ἀπό βιβλία καί
διδασκαλίες, ἀλλά κυρίως ἀπό
τήν καθημερινή ἐσωτερική ἐργασία πού ἐμπόνως θά ἐπιτελῆ,
ἡ ὁποία θά τοῦ καθαίρει τήν
καρδία καί θά τόν ἀνεβάζη εἰς ἀνώτερα ἐπίπεδα
πνευματικῆς ζωῆς, ὥστε νά διαφυλάσση καί τόν
θησαυρό τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καί
νά μεταδίδη "πιστοῖς
ἀνθρώποις οἵτινες ἱκανοί ἔσονται καί ἑτέρους
διδάξαι" (Β´ Τιμ. 2,2) τήν πολύτιμη
θεία ἐμπειρία πού
θά ἀποκτᾶ ἀπό τήν ἀσκητική του ζωή.
Εἶναι
πολύ εὔκολο ἄν δέν
ἔχη αὐτή τήν ἐμπειρία νά
βιώση κατά τήν
ἀναστροφή του μέ
τούς ἀνθρώπους, τήν ἀνθρώπινη
τραγωδία καί νά παρασυρθῆ ἀπό
τίς θανατηφόρες ἀσθένειες
τῶν ἀδυνάτων παθολογικά ἀνθρώπων
καί νά προσβληθῆ ἀπ'
αὐτές. Ὁπότε "τυφλός τυφλόν
ἐάν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον
πεσοῦνται" καί ἡ
διακονία του θά ἐπικρίνεται
ἀπό τόν Θεό καί θά ἀδυνατεῖ νά ἀντιμετωπίση θεραπευτικά
τό δρᾶμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας.
Θά ἐγκλείεται συνεχῶς στό
κλειστό κύκλωμα τῆς ἀτομικότητός
του καί θά ποιμαίνει μέ ψυχολογικές
καί λογικές προϋποθέσεις. Ἡ ἐποχή
μας διακρίνεται, ὅσον ἀφορᾶ
τήν ποιμαντική τῆς
Ἐκκλησίας, ἀπό
δυό χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
α) Ἀπό τίς γενικευμένες ψυχοσωματικές
ἀσθένειες πού ἀπετέλεσαν
αἰτία νά δημιουργηθοῦν οἱ ἐπιστῆμες τῆς ψυχιατρικῆς καί τῆς
νευροψυχολογίας. Πολλοί χρησιμοποιώντας
τίς θεραπευτικές μεθόδους
τῶν παραπάνω ἐπιστημῶν,
ἔπαψαν νά ἐμπιστεύονται
τούς ἐκκλησιαστικούς πνευματικούς
ἡγέτας, οἱ ὁποῖοι
ἐπί αἰῶνες, μέ τήν
δύναμη τοῦ Πνεύματος,
ἐπιδροῦσαν θεραπευτικά
στούς ἀνθρώπους. β) Ἡ ἔλλειψη ἀπλανῶν
καί θεοφόρων πνευματικῶν
ὁδηγῶν πού ὅπως πάντα μέσα
στήν Ἐκκλησία καθίσταντο
ὄχι μόνο θεραπευταί ψυχοσωματικῶν
νόσων, ἀλλά
καί ἀληθινοί καθοδηγοί
σωτηρίας καί λυτρώσεως
τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. |