Σελίδα 1 από 8
ΑΝΑΓΚΗ
ΑΠΛΑΝΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΟΔΗΓΩΝ Ἀρχιμ. Μαξίμου
Καθηγουμένου Ἱ.
Μ. Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ Ὁ ἄνθρωπος
ἐξ ἀρχῆς ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό χωρίς τήν ἀνάγκη μεσολαβητοῦ συνανθρώπου
ὡς καθοδηγοῦ του. Κεντρικό
στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ἡ ἐλευθερία. Παίρνοντας
τό κατ' εἰκόνα
ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος,
πῆρε τήν ἐλευθερία ὄχι
ἀπόλυτη μέν, λόγῳ
τῆς κτιστοτητός του (γιατί ἀπόλυτη ἐλευθερία
ἔχει μόνο ὁ ἄκτιστος Θεός), βασική
δέ γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ καθ' ὁμοίωσιν
τοῦ προσώπου του. Οὔτε
καί ὁ Θεός θέλησε, ἀπό ἀγάπη, νά καταστῆ
αὐθέντης του, ἀλλά
τόν ἥλκυσε μέ τήν
ἀγάπη του σέ μιά ὑπέρτατη διαπροσωπική κοινωνία
μαζί Του. Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
μαρτυρεῖ τήν ἔνθεη καταγωγή μας κατά
τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Αὐτή συνέχει ὅλα τά ὑπόλοιπα φυσικά ἰδιώματα
πού παρελάβαμε ἀπό
τόν Θεό, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι τό στοιχεῖο
τῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖο διατηρεῖται ἀλώβητο,
μέ τή δυνατότητα τῆς
ἀποκτήσεως τῆς κατά
χάριν θείας ἐλευθερίας
βάσει τοῦ καθ' ὁμοίωσιν. Ἡ ἀνάγκη
ὁδηγῶν καί ἐξουσιῶν ἐπῆλθε
ἐξαιτίας τῆς πτώσεως καί τῆς
ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση
τόν ἀποσύνδεσε ἀπό
τήν ἀγαπητική κοινωνία
τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐσκότισε τόν νοῦ,
τοῦ στέρησε τόν θεῖο
φωτισμό, ἀπομακρύνοντάς
τον ἀπό τήν ἀλήθεια καί τόν
σκοπό τοῦ θείου προορισμοῦ του. Ἡ
δημιουργία ἐντός του τοῦ φανταστικοῦ ὑπερεγώ, πού
κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ εἶναι ἕνα κύημα ὑπερτάτης ὑπερηφανείας μέσα
στήν μήτρα τῆς φαντασίας,
ἀντικατέστησε τόν
Θεό καί κατέστη βασικό κέντρο
ἀναφορᾶς καί
λατρείας τοῦ ὅλου
ἀνθρώπου, τόν ἐγκλώβισε
στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ
του, χωρίς νά ἔχη τήν δυνατότητα νά ἀπεγκλωβισθῆ μέ
τίς δικές του δυνάμεις.
Ἀντικατεστάθη ὁ
πνευματικός νοῦς του, πού
μέ τήν δύναμη τοῦ Πνεύματος
γεννοῦσε τόν θεολογικό λόγο
καί ἑρμήνευε ὅλη, τήν
παραδεδομένη σ' αὐτόν,
ὁρατή καί ἀόρατη κτίση, ἀπό
τόν αἰχμαλωτισμένο καί
σατανοκρατούμενο καί ἰδιοτελῆ νοῦ
καί βυθίσθηκε στήν ζοφώδη
ἄβυσσο τῆς πτώσεως.
Ἔτσι προσβάλλεται ἡ ἀρχική καταβολή τοῦ
θεοειδοῦς στοιχείου τῆς
ἐλευθερίας καί
γιά τήν ἐπιστροφή του στό ἀρχαῖον κάλλος τῆς θεώσεως,
χρησιμοποιεῖ τήν πρᾶξη τῆς αὐτοθεώσεως, πού εἶναι
ἔξαρση ἑωσφορικῆς
ὑπερηφανείας, ἡ ὁποία δηλητηριάζει ἀντί
νά προάγη τόν θεῖο σκοπό του. Τόν
τυφλώνει καί τόν
αἰχμαλωτίζει "κάνοντάς
τον παράφρονα καί δέσμιο
τοῦ Ἅδη". Καί ἐνῶ
πρίν πέσει τηροῦσε τίς
ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά του, μετά τήν
παράβαση, ἐπιχείρησε
νά προστατευθῆ ἀπό
τήν ἀπειλή αὐτή τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου, χρησιμοποιώντας τά ἑξῆς ψεύτικα στηρίγματα, τά ὁποῖα ταυτοχρόνως τόν
ἀπομακρύνουν ἀπό
τήν ζωή τοῦ Θεοῦ: α) ἐπίστευσε
στήν κρίση τῆς λογικῆς του καί
στό ἴδιον θέλημά
του, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε τήν πλάνη
τῆς αὐτοθεώσεως καί ἤγειρε
τεῖχος μεταξύ τοῦ
Θεοῦ καί τοῦ ἑαυτοῦ του, β) ἀκολούθησε
τήν ὁρμή πρός τίς ἡδονές τῶν αἰσθήσεων μέ τίς
ὁποῖες ἀπέκτησε τό νεκρό
πνεῦμα τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία κατά τούς
Πατέρας, εἶναι ἡ
παράλογη ἀγάπη
στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου,
καί γ) γιά νά ἀναπληρώση τό
κενό πού δημιούργησε ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐπιδόθηκε στήν ἀπόκτηση
τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μέ τήν ὁποία ἐνόμιζε ὅτι θά
αἰσθανθῆ ἀσφάλεια,
στήν οὐσία ὅμως τοῦ ἐσκότισε
τόν νοῦ καί τοῦ ἐσκλήρηνε τήν καρδιά
καί τόν ὡδήγησε στήν ἄφρονη
λατρεία τῆς ὕλης (εἰδωλολατρία). |